Απαραίτητο αξεσουάρ μαλλιαρών πρωτοετών φοιτητών σε μπουάτ ή ροκάδικο.
Όπου σκατό και μύγα...
;-)
Νομίζω είναι τουρκομερίτικο. Στη Μικρασία έλεγαν κάνω καινούριο τζ(ι)γιέρι με την γενικότερη έννοια χαίρομαι, απολαμβάνω, χαλαρώνω, ξεκουράζομαι.
Πρέπει να σημειωθεί η διάφορη έννοια του σκατόμαγκα.
Ο σκατόμαγκας, είναι ένα κωλοπαίδι που φέρεται σκάρτα, παραμένοντας ταυτόχρονα μάγκας, ως τρόπος ζωής.
Τέτοια αντίφαση έχει κι η έννοια της πουστόμαγκας (πούστης μεν-μάγκας δε, συμφωνεί κανείς ή όχι και αναγνωρίζοντας γυμνή την ιδιότητα άνευ προσήμου).
Αυτή η διαφοροποίηση σκατού-κουράδας, έχει σημασία για την κατανόηση όχι μόνο της έντασης-έκτασης των ειδικοτέρων εννοιών που περιλαμβάνει το σημαινόμενο κόπρανο-φάρκα, αλλά και προκειμένου να προσλάβει κανείς όλες τις ειδικότερες εκφάνσεις της μαγκιάς, η οποία δεν έχει πάντα θετικό περιεχόμενο, ιδίως πρόσφατα που η έννοια έχει υποστεί σοβαρή σημασιολογική-κοινωνιολογική φθορά (μεταχουντικώς και ένθεν).
Μάλλον θέλει αυτόνομη ανάρτηση (αλλά πού τώρα)...
Κλάπ! (άρπα τη)
:-Ρ
ουουουουουουουουου! (επιφωνήματα αποδοκιμασίας)
έαμωεααούαρεπστμγαμστπτσσσσσ! (γηπεδική τζάμπα μαγκιά)
αχαχούχα! (χλεύη) και επίσης
φφφφφφφφφφφφσσσσσσσσσσστ! (σκωπτικά σφυρίγματα)
(οι εντός παρενθέσεως επεξηγήσεις, μου' μείνανε απ' τη Βαβούρα)...
:-Ρ
[I]αλλάξανε τα γούστα σου
και μπερδεψες τα μπλούζια σου
έφτασες τεσσαράκοντα
και φχαριστάς τον Χάνκοντα[/I]
:-Ρ
Τώρα που το θυμήθηκα, στην Τζύπρον κατεβάζω την μμάπππαν, έχει άλλη σημασία: Κατεβάζω τη μπάλα (πλεϊμέηκερ)...
Ο Κύριος είπε ο έχων δυο κοιτώνας να δίδη τον έναν, λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο.
Τώρα, τώρα, ετοιμάζω εορταστική υπερπαραγωγή Uncle vs Nephew IV: Battle of the Titans (στα τσιμέντα Τιτάν αποδίπλα) με φόντο τον εξωτικό Ψαθόπυργο...
:-Ρ
Ψψψψψ Στέφανε:
Μην τον ακούς (έχει λεφτά)...
:-Ρ
@Ίρον: Μην το λές, δεν ξέρεις καμιά φορά...
Η Ελλάδα, δεδομένου οτι ουδέποτε απέκτησε αριστοκρατία ή έστω αστική τάξη, εκτός 2-3 μαγαζιών-ρεστωράν δεν διαθέτει αποκλειστικά κλάμπζ για «ημετέρους» (αλλ' ούτε και αποκλειστικά ομογάλακτοι θαμώνες τους υπάρχουν – διαφορετικά θα το’κλειναν το μαγαζί), ώστε να κυκλοφορούν τα λαμόγια αλώβητα επί μακρόν (αβρόχοις ποσί απ' την έπαυλη στη λιμουζίνα κι απο' κει τσιφ στο ριζόρτ-κάστρο).
Η Αθήνα δεν είναι δα και κανα διεθνές οικονομικό hub, που να της τρέχουν τα τζετ-σέτια απ’ τα μπατζάκια, ώστε να έχει ζήτηση για τέτοια πράματα. Μόνον όταν μας θυμηθεί κανα αναγνωρίσιμο ραμολί του εξωτερικού να περάσει κι απο’ δώ (βλ. σχόλια εδώ), κλάνουμε απ’ την περηφάνεια μας και το κάνουμε πρώτη είδηση, άσε που σταματά η κυκλοφορία στην Β. Σοφίας απο Αμπελογκάρντεν μέχρι Σύνταγμα (γιατί;)
Η Ελλάδα (και η Αθήνα) είναι ένα μεγάλο χωριό. Όλοι γνωρίζονται, όλο και απο κάπου βαστάνε, όλο και καναν κοινό συγγενή έχουν ή βρίσκουν και μιλάνε πολύ (βλ. εδώ.
Έτσι, στα μαγαζιά και στις περιοχές που συχνάζουν οι εγχώριοι γκλάμ (sic), όσο προσεκτικοί κι αν είναι, όσα βώδιγαρδ κι αν προσλάβουν, όλο και κάποιος επιχειρηματίας λαϊκής καταγωγής που καταστράφηκε, θα βρεθεί μπρος τους φάντης μπαστούνι (και βέβαια, με την επιφύλαξη κανενός γενικευμένου λαϊκού τζιχάντ ή της οργής τίποτα παράπλευρων μανιαουρέων).
Εξ άλλου, οι Έλληνες είναι και μυστήριοι. Απ’ όλους τους εστεμμένους της Ευρώπης του 20ου αιώνα, μόνη η Φρειδερίκω είχε φάει κατακέφαλο (χώρια οι ψωλιές απ’ τον κ. Τριανταφυλλίδη).
Οι Ισπανοί λένε την παροιμία «A cada cerdo le llega su San Martin» (για κάθε γουρούνι, έρχεται η Ημέρα του Αγίου Μαρτίνου = το σφάζουν, όπως λέμε μείς «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»). Το 1922 η φαύλη κι άχρηστη πολιτικοστρατιωτική ηγεσία πέρασε μουσκέτο κι ας μην άλλαξε τίποτα κι ας κάνουν τώρα οι απόγονοι μερικών δίκες αποκατάστασής τους για νομικούς λόγους (παπάρια μάντολες – ο άλλος σπρώχνει τσ’ αμανίτες).
Συνεπώς, (όλως ενδεικτικώς) οι τύπου Θ. Κοκκινόπουλος-Γ. Γιουγκοσλαβάκης, Ντ. Μπακότερμα-Κ. Δημητροπαναγιώτης, Θ. Τσάκαλος-Κ. Λαμιώτης, Α. Μασκαράς-Γ. Σουπιάς και τα τσιράκια τους Φλόγα Ρίγη-Κ. Καμωματέρης, Γ. Τσάμπας-Ν. Χατζημικυμάου, καθώς και ο εθνικός γελωτοποιός Λ. Ελληνογερμανόπουλος κ.α. θα πρέπει είτε να μεταναστεύσουν, είτε να μετακινούνται μόνο με ελικόπτερο, είτε να αυτοπεριορισθούν κατ' οίκον, μη φάνε τίποτις σοπάκια...
Επειδή όμως, αφ' ενός ούτε τέτοια μέσα διαθέτουν, αφ’ ετέρου δεν προτίθενται (λόγω ματαιοδοξίας) να απόσχουν έστω και προσωρινά απ' το «who is who» κωλότριμμα σε κεντρικά στέκια των Αθηνών, ήγγικεν η ώρα (ο Πολέμαρχος γαρ εγγύς που λέει κι ο λιακό)!
[...] με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε [...]
(Κλέφτικο)
Στός! Απο Πλατεία Ιπποδαμείας η φωτό;
;-)
Πολύ σωστός!
Στην ιταλική sentire σημαίνει ταυτόχρονα ακούω, αισθάνομαι & μυρίζω.
Στην Πάτρα λέγεται πολύ, όπως λέει ο Γκάζα στην μαγειρική π.χ. ακούγεται το λεμόνι ή το αλάτι (δηλ. είναι αισθητή-έντονη η παρουσία τους) στο φαγητό.
Νομίζω εγγύτερο νοηματικά είναι το ακούω = αισθάνομαι εν γένει, παρά ακούω = μυρίζω ως επιμέρους αίσθηση.
Είχε ξαναέρθει σε συζήτα, η παράδοξη χρήση των αισθήσεων στην γλώσσα π.χ. βλέπω σκοτάδι (βλέπεται το σκοτάδι;), ακούω σιωπή (πώς το κατάφερες;) κλπ, που έχουν δώσει τρελό γκάζι στην ποίηση (π.χ. ακούω την αγάπη και δεν ακούω τις σκέψεις μου - συγκρότημα «Οπαί»).
Ας σημειωθεί και οτι μια κατ' εξοχήν παρενέργεια της χρήσης ψυχωσιομιμητικών φαρμάκων (π.χ. λυσεργικό οξύ, αμανίτες πεγιό κλπ) είναι το μπέρδεμα των αισθήσεων π.χ. ο χρήστης ακούει τα γύρω του χρώματα, βλέπει οσμές ή μυρίζει την μουσική που παίζει κλπ.
Δώστου κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινίσει...
Γαμεί!
Σωστός! Ιδέ και επωνύματα Μαυρο-ειδής κλπ καθώς και dated λέξη κακοειδής (γιατί δεν συναιρείται γιατρέ μου;) = άσκημος-η, εξ ου και η κερκυραϊκή παροιμία-αποτροπή προς επίδοξους προικοθήρες:
Κακά τα χίλια πέρπερα (βυζαντ. υπέρπυρα νομίσματα) κι η κακοειδή γυναίκα (προικο-dotis)
τα χίλια πέρπερα πετούν κι η κακοειδή θα μείνει...
:-)
Η παλιότερη έκφραση ήταν πές μου ποιός είναι ο πατέρας σου (δηλ. ποιός σ' έβγαλε τόσο όμορφη), να του φιλήσω τον πούτσο, δες και παράδειγμα σε λήμμα μπαμπατζάνικο.
Κάπου σ' ένα βιβλίο του Σώτου Πετρά για το πρώιμο Αθηναϊκό θέατρο του 19ου αιώνα (τουρλού απο οπερέτες, βαριετέ, κομέντια ντελ' άρτε και τα ρέστα), αναφέρεται κάποιο επεισόδιο περί τα 1870'ς, επί σκηνής μ' έναν (ξένο λέει) πασίγνωστο τύπο των Αθηνών ονόματι Μάιφορτ, ο οποίος μαζί με μιαν επίσης αλλοδαπή σαντέζα του, σκανδάλισε τα ήθη με την θεματολογία του έργου του και τα καμώματα της θεατρίνας και το αθηναϊκό κοινό τονε πήρε με τα σάπια.
Η παρούσα πληροφορία δεν είναι Laskos intended, αλλά κι ο Πετράς δεν δίνει περισσότερα σε τί συνίστατο η προσβολή των ηθών και τί ακριβώς ήταν ο μουσιού.
Να' χει σχέση;
Η Μάντισον ήταν μια απο τις πατρινές προβληματικές που έκλεισε επί Αντρίκου (Λαδόπουλος, Πιρέλλι, Μίσκο, Πειραϊκή-Πατραϊκή, Αλευρόμυλοι Αγίου Γεωργίου, Βοσινάκης, Ελίτ-χαρτοβιομηχανία, οινοβιομηχανίες, τσιμεντοβιομηχανίες κλπ-κλπ), διότι προκρίθηκε ως εθνική στρατηγική η στροφή στην αγροτοκτηνοβασία για να πάρει τζίπ και να πιεί ουίσκυ η ύπαιθρος.
Έτσι, ο Πειραιάς (Παπαστράτος-Κεράνης γιόκ, ακόμα και οι ναυτιλιακές μετακόμισαν Μαρούσι) περιορίσθηκε να παίζει το ρολάκι «προαστίου-επινείου των Αθηνών» (ούτε συγκοινωνίες έχει και η φτώχια είναι απερίγραπτη), η Πάτρα να παίζει το «τρελό καρναβάλι» (νισάφι πια) ενώ χιλιάδες μετανάστες τραβιούνται σαν τα σιντεγκλέρια στα σοκάκια, ο Βόλος έγινε «γραφικό μέρος για τσίπουρα» alias πτωχός συγγενής των Λαρισαίων όταν «αποδρούν» απο το άστυ (sic) τους, η καπνουλού Καβάλα δορυφόρος της Θεσσαλονίκης κι η βέτλανς-Νάουσσα (κάποτε λέγονταν μικρό Μάντσεστερ λόγω της ανθούσας κλωστοϋφαντουργίας) τίποτα.
Η φάμπρικα ήταν στην Ε.Ο. Πατρών-Ρίου (ακόμα υφίσταται το βιομηχανικό κτήριο κι η σαρακοφαγωμένη ταμπέλα), κοντά στην παλιά φοιτητική εστία (ένα μπορδέλο).
Κάποια δόση, οι εγκαταστάσεις είχαν χρησιμοποιηθεί ως γαμματεία του παρεπιδημούντος Παν/μίου.
Απο τότε, η Πάτρα δεν παράγει τίποτα, αλλά πιστεύει κι ελπίζει στα πάντα γιατί περιμένει να την ελεήσουν τα δισέγγονα των πολιτικών που έβγαλε κάποτε.
Buonanotte!
Τίπετώρα; Ποιότητα ρε πστμ!
I can sense a whole lotta puns coming up our way...
;-)
Ο εικονιζόμενος δεξιοτέχνης ουτιέρης, όταν ήρθε στην Ελλάδα μετά την Καταστροφή, έπαιξε σε πολίτικες-σμυρναίικες σαντουροβιολοκομπανίες, με Ρ. Εσκενάζη, Σ. Ζαγοραίο, Ρ. Αμπατζή, Α. Χρυσάφη, Γ. Παπασιδέρη, Γ. Ασίκη κτλ.
Το επώνυμό του πιθανότατα να ήταν άλλο, αφού ήταν αρμένικης καταγωγής και το Τομπούλης, που υιοθέτησε, να ήταν απλά προσωνύμιο, βλ. και πασίγνωστη στα ’50'ς ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού» (Αχαρνών 77).
Στα τούρκικα tombul = ευτραφής, στρουμπουλός / στρουμπούλης, μτφ. λουκουμάς βλ. αντίστοιχο βρεταν. roly-poly = παχειά στρογγυλή πουτίγκα και μτφ. χοντρούλης / παιδοβούβαλο / σεκιουριτόπαιδο κ.α. βλ. και σχόλια σε λήμμα τόμπολα!
Μήδι αφιερωμένο σε μαύρο σπουργίτι, επειδή τα ρεμπέτικα εξηγούν πολλά για τη νεοελληνική αργκό.
[I]Lascus Lascum fricat.
Si dementia Lasci contagium habemus, morbus gravis Lascorrhoeae collectivae patimus...[/I]
:-P
Eccomi!
Τον αρχικούτσαβο Νταούφαρη ή Νταούφαλη, έπαιζε ο Νίκος Φέρμας στην «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» (Χ. Αποστόλου - Δ. Γιαννουκάκης 1959) με βάση το ομώνυμο ποίημα του Γ. Δροσίνη (Ραμπαγάς 1882), με φόντο την Αθήνα (Πλάκα) του 19ου αιώνα.
Παρ' ότι μέτρια ταινία, διαθέτει κάποιο λαογραφικό ενδιαφέρον, αφού δείχνει τα εξημμένα πολιτικά πάθη, τα σφιχτά ήθη, τα αστυνομικά μέτρα (ξουρίσματος μουστάκας, ψαλίδισμα παντελονιού-σακκακιού, σπάσιμο της «σκανταλιάρας» αμφιστόμου με τη βαριά κλπ), αλλά για τους κομματικούς τραμπουκισμούς των κουτσαβάκηδων, ούτε λέξη...
Ωωωωωχχ! Εχιόνισε και κατά δώθενες...
Με τέτοια καλαμπούρια, δε σε βλέπω, όχι φάμπρικα όουνερ στα Μποζαΐτικα, ούτε κολλίγας στις φάρμες μου...
Barboulis vs Nephew: The Series
;-)
«Μην περιμένεις να χιονίσει για να δείς άσπρη μέρα. Ρίξε κι εσύ ένα γιαούρτι»...
(Παλιό γκραφίτο)
Πολύ καλό!
Να' χει καμιά σχέση με το Κιόνι της Ιθάκης;
Ιταλιστί piccione = πιτσούνι (Δ. Ελλάδα – Ιόνιο), περιστέρι.
Καίτοι συμφύρεται νοηματικά με το ζεύγος εννοιών πουλάκι-καβλί, να μην συγχέεται με το τσουνί < αρχ. κύων = μίσχος, κοτσάνι μτφ. παιδικό πέος βλ. (αναδιπλ.) τσουν-τσούνα/τσοτσόνα-κοκκώνα όπως σχολιάζεται εδώ.
Et si...
Επίσης μια φράση που ποτέ δεν είπε ο υποφαινό, «όταν ακούω Χάνκοντα, ετοιμάζω τα πεντάρια μου»...
;-)
αϊμπατζής