και το φαινόμενο ονομάζεται μαρινισμός (κάνε μου λιγάκι μμ...)
[I]Θέλουμε να βγεί ο Αίας,
πού 'ναι ωραίος και ψηλέας,
είν' γιατρός ετρουσκολόγος,
κούτσαβος (που λέει ο λόγος)[/I]
(Στα άκρα όρια της ακριτομυθίας)
;-)
Αφού κι η νναπολετάνικη γλώσσα έχει μέσα επιρροές (λεξιλόγιο, σύνταξη, παραγωγικές καταλήξεις κλπ) απο ελληνικά, αραβικά, σπανιόλικα, λατινικά, γαλλικά, γοτθικά, της παναγιάς τα μάτια, ενώ ηχητικά είναι απο τις μουσικότερες γλώσσες της Ιταλίας (λόγω της ταχυγλωσσίας, των διπλών συμφώνων, του ρωτακισμού, αλλά και των αλλεπάλληλων συγκοπών, εκθλίψεων, συνιζήσεων, στενώσεων, κωφώσεων και λοιπών πασιόνων των φωνηέντων).
Κι οι σκατόφλωροι οι Ιταλιάνοι τους έχουνε του κλώτσου και του μπάτσου και τα νναπολετάνικα (οτικαικαλά βλάχικα) τους νναπολετάνους (οτικαικαλά καγκούρια, κλέφτες, ψεύτες, απατεώνες, απολίτιστοι, μπατίρια κλπ)...
Ποιό Γεροστάθη; Αυτόνα που ζούσε στην αυλή μ' ένα κρεβάτι κι ένα κανάτι και με κρασί πολύ κι έβαλε ενέχυρο και το μπαγλαμά;
Τί-πώς-πόσο-ποιός; Σας βρήκα!
Τί-πώς-πόσο-ποιός; Δεν σας βρίσκω...
ήπιαμε και Απέλια, ωραία περάσαμε δε βαριέσαι
Θυμάσαι στη Μονεμβασιά; (τί περιπέτεια...)
:-Ρ
Μπούρδα λέγονταν παλιά σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας το τσουβάλι (τουρκ. çuval) με το αλεύρι που πήγαιναν στο μύλο. Πιθανόν αραβικής προέλευσης (στα αραβικά σημαίνει και χιτώνα / μανδύα). Κανάς σχετικός;
Γαμεί απλά.
Ακριβώς όπως το λέει ο Βαγκ.
Το αξιοπερίεργο είναι οτι ορισμένα ιταλοπρεπή εθνο-τοπικά (π.χ. Εγκλ-έζος/Ιγγλέζος, Σουηδέζος, Ιρλαντέζος, Ολλαντέζος βλ. ιταλ. Inglese, Svedese κλπ), τα οποία χρησιμοποιούσε απο αιώνων ο ελληνικός Λαός και ιδίως οι πολυταξιδεμένοι (πλην λαϊκοί) ναυτικοί μας, θεωρήθηκαν στην συνέχεια μπανάλ και εν τέλει γραμματικώς λανθασμένα (!), προκρίνοντας μια νεόκοπη καθαρευουσιάνικη παπαρδέλλα (π.χ. Αμερικαν-ός όχι Αμερικ-άνος, Γιβραλτάρ και όχι Τζιμπεράλτα, Ισπανός όχι Σπανιόλος κλπ) ή γαλλο[δουλο]πρεπή εκδοχή (π.χ. Άγγλος, Δανός, Πορτογάλος κλπ) της μπουρζουαζίας, ως επίσημη...
Break a leg
πλίνθοι τε και κέραμοι ευτάκτως εριμμένοι :-)
Ο Τσάκ Νόρης είναι πολύ μεγάλος για το μέγεθός του.
[I]Πάτσμαν μας είπες, πως θα μας πάρης πιάνα
και τώρα μας λές, πως είναι ακριβά
[/I]
:-Ρ
Διασκεδάστε μαζύ μας.
Παιχνίδι προσχολικής ηλικίας Α:
Λύστε το πρόβλημα, χρησιμοποιώντας τα λιγότερα βελάκια (=>)
Πρόβλημα:
Στερεότυπα (υγεία, εμφάνιση, ράτσα, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις, εθνική/εθνοτική/τοπική/κοινωνική καταγωγή, οικονομική κατάσταση, φύλο, σεξουαλικός προσανατολισμός κλπ) => στίγμα => κοινωνικός αποκλεισμός => δυσχέρεια επιβίωσης => παραπαίουσα (παράλογα υψηλή/χαμηλή) αυτοεκτίμηση => αντίδραση.
Λύση #1:
Απαντήστε στην αντίδραση => καταστολή => βία => «επιβεβαίωση» στερεοτύπων => στερεότυπα => στίγμα => αποκλεισμός => δυσχέρεια επιβίωσης => παραπαίουσα αυτοεκτίμηση => αντίδραση => κλπ-κλπ
Λύση #2:
Κλάστε την αντίδραση => υποκρισία => αποσιώπηση => αδιαφορία => βία => καταστολή => «επανεισαγωγή» στερεοτύπων => στερεότυπα => στίγμα => αποκλεισμός => δυσχέρεια επιβίωσης => παραπαίουσα αυτοεκτίμηση => αντίδραση => κλπ-κλπ
Λύση #3:
Πολλαπλασιάστε τα στερεότυπα Χ 0 => :-)
Παιχνίδι προσχολικής ηλικίας Β:
Μαγική εικόνα:
Αντικαταστήστε τον ομοφυλόφιλο ή/και τον επαρχιώτη με έναν λαθρομετανάστη, αναρχοκουμουνιστή, σακάτη, φτωχό, σπυριάρη με σιδεράκια, χάρε-κρίσνα κλπ και δείτε τί είπατε και πού συμφωνήσατε.
Σωστός ο ανηψιός.
Επίσης θέλει προσοχή στους δημοσιογράφους, που τονίζουν το κόμμα του Καρατζα-fairy στην λήγουσα.
Οι λίγοι που απομένουν και επιμένουν στον τονισμό της παραλήγουσας, παρά τις τσαντισμένες υποδείξεις των τζουτζέδων του κόμματος και οι ακόμα λιγότεροι, που δεν τους καλούν καν στις εκπομπές τους, μπορούν να ζητήσουν το χέρι της θείας μου της Μερόπης οποτεδήποτε.
για σένα το' βαλα (αγόραρε) ;-)
Το κοινωνικό συμβόλαιο των νεοελλήνων με τους φορείς της κρατικής εξουσίας, ουδέποτε μέχρι σήμερα περιήφθη αμφιμερώς εκτελεστήριο τύπο.
[τώρα το' δα στο ΛΚΝ]: Ξανά-μανά συμπληρ. εκ του [μσν. κοτώ ρισκάρω΄ < ελνστ. κόττ(ος)
κύβος΄ -ώ (πρβ. ελνστ. ή μσν. κοττίζω `παίζω ζάρια΄) (ορθογρ. απλοπ.)]
και μπαρδόν για την ενόχλα :-)
Συμπληρωματικά, λέγεται στη Ρούμελη όμως το αντίθετο «κοτάω» ή «μου κοτάει» = τολμώ π.χ. «δεν κοτάς να βγείς απ' το σπίτι» ή «δε σου κοτάει να βγείς απ' το σπίτι».
Μήπως κιοτεύω; Το '21 έλεγαν (κι ακόμα λέγεται στη Ρούμελη) κιοτή τον δειλό (κατά ΛΚΝ εκ του τουρκ. kötü `κακός΄, διαλεκτ. köti -ς).
Η σύμφυρση με την κότα, είναι μάλλον αμερικανισμός εκ του chicken out = τα κλάνω.
Μικρασιατικά κατάλοιπα της μπουρτζουαζίας