Eύγε νέε μου για την επισήμανσις επί του εβρέως λεξικογραφημένου λήμματος, όπως φεριπίν στον Τριαντάφυλλο και αλλού.
ή από το οθωμανικό ανώμαλο ρήμα kurunmak από όπου βγάινει το kuru που σημαίνει εξόν το «ξερός» και έννοιες όπως ο «καημένος, κακομοίρης, καψερός».
E, όχι φίλτατε, μισό-μισό τουλάχιστο. Μην δώσουμε και στον Khan ολίγον;
To «μακαρίτισσα» είναι α' πρόσωπο ενικού του «μακαριτίζω», ε;
πηγαδομούνα και αν είναι και Ρωσσίς, πηγαδομούνοβα; Και τώρα που ‘ρχεται το βράδυ, τι;. Θα τα βρεις με καμμιά πηγάδω;
'Αρα αντί να το πάρω εγώ, το καυλί πάει δικαιωματικά στον Βράστα μας. Εύγε νέε μου!
πούστη άντρα, με πρόλαβες!
Από τις σημειώσεις μου πριν βαρεθώ:
«το σαφρακιάζω υπάρχει στο “Πρωίας” (1933):
σαφρακιάζω (ρ.)· ως (αμετβ.), επί του δέρματος ιδία των χειρών και ποδών, συρρικνούμαι, ζαρώνω λόγω μεγάλης παραμονής εν τω ύδατι· ǁ (ως μετβ.), επί του ύδατος, συρρικνώ το δέρμα του ανθρώπου. Ουσ. σαφράκιασμα (το), η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαφρακιάζω.
Δες και σαφρανιάζω στα Μυτιλινιώτικα που κάποιοι το συνδέουν με το σαφράν λόγω χρώματος καχεκτικού.
Φυσικά και το σαπρός = σάπιος, παίζει!
Στην Θεσσαλία = Σιάφαρο
Στα τουρκικά safra = η χολή»
μάλλον καμιά τρίχα...
Γιούνκερ, ε, Γιούνκερ!
Το καλό το παλjικάρι, το αναζητεί το λήμμα...
Μερσί δια την τιμήν φίλτατε! Κι εμείς εδώ κλέβουμε κουράδια δια τους γάμους μας.
Αγαπητές αδελφές, δεν υπάρχει εις την Κρήτη καμία ταμπέλα με το όνομα της νήσου, οπότε μούφα και η ταμπέλα, μούφα και το τισέρτι. Σας ασπάζομαι πολλάκις!
Πραγματοποιήθηκε πριν ολίγες μέρες η μεγαλιώδης δεκαπενταδευτερόλεπτη punkκρήτια συνάντα των εν τη μαρτυρικήν μητσοτάκεια νήσον της Κρήτης σλάγκων και συγκεκριμένα σε πεζόδρομον της Ιεράς πόλεως των Χανίων με μεγάλην συμμετοχήν και πλούσια δώρα. Παρευρέθησαν μεταξύ άλλων απόντων οι χρήσται Mafie και ΜΧΣ.
Kατάλαβα... και οι 3 σας, σκατά διακοπές κάνετε...
«Τα αφεντικά είναι πατεράδες μας γιατί μας γάμησαν την μάνα» από τοίχο των Χανίων...
Παρέβαλε και ξεποδαριάζω, ξεχεριάζω, ξεκωλιάζω, ξεπουτσιάζω, ξεμουνιάζω και άλλα «ξε-» + μέρος του σώματος...
Από Τριαντάφυλλο:
μασχάλη: [...] 3. [...] οτιδήποτε μοιάζει στη μορφή ή στη λειτουργία με μασχάλη: [...] H ~ των φυτών, η γωνία που σχηματίζεται από το μίσχο και το βλαστό.
Oπότε σεσινεπασλανγκτέτοιο..., no;
Το στραγγιστό έχει πέτσα;
Μικρός, εμένανε με άρεζε να τρώω πέτσα.
Πέτσα ήταν ένα είδος γλυκού από πορτοκάλι ή ροδάκινο αποξηραμένο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων σε μορφή πέτσας που το δάγκανες και το τραβούσες να κοπεί. Όσο το δάγκανες μεγάλωνε... Μιά αξέχαστη στοματική γευστική εμπειρία...
Αχ, αθώα παιδικά χρόνια...
το ανέκδοτο, ανηψιέ, το ανέκδοτο...
- πρώτη φορά έχεις δει γυναίκα γυμνή;
- γυμνή, όχι. Να δω όμως πως θα με πληρώσεις...
(Tελικά προβλέπω πολλές ιπποψηφιότητες για ένα καυλί... να επιληφθεί το μοντουλέικο πλιζ)