#1
MXΣ

in μπερμπάντης

(Tελικά προβλέπω πολλές ιπποψηφιότητες για ένα καυλί... να επιληφθεί το μοντουλέικο πλιζ)

#2
MXΣ

in μπερμπάντης

Eύγε νέε μου για την επισήμανσις επί του εβρέως λεξικογραφημένου λήμματος, όπως φεριπίν στον Τριαντάφυλλο και αλλού.

#3
MXΣ

in κουρούνης

kuru bugaca την λέγαμε στην Σαλλονίκη...

#4
MXΣ

in κουρούνης

ή από το οθωμανικό ανώμαλο ρήμα kurunmak από όπου βγάινει το kuru που σημαίνει εξόν το «ξερός» και έννοιες όπως ο «καημένος, κακομοίρης, καψερός».

#5
MXΣ

in σαφρακιασμένος

E, όχι φίλτατε, μισό-μισό τουλάχιστο. Μην δώσουμε και στον Khan ολίγον;

To «μακαρίτισσα» είναι α' πρόσωπο ενικού του «μακαριτίζω», ε;

#7
MXΣ

in φτσί

δες και φίτσουλας

#8
MXΣ

in αιδοίον του έλους

Kοίτα να δεις, κι εγώ! Παρόλο που έχουμε αδελφή, γαμήσι. πόρνη, Ε2 δεν έχουμε... έλεορ!

#9
MXΣ

in λέγε με

'Ασχετο αλλά υπάρχει και το «διατάξτε με» ή και «διατάχτε με» που ίσως ξυπνάει αναμνήσεις σε σας τα αγοράκια που έχετε πάει φανταρικό.

#11
MXΣ

in σαφρακιασμένος

'Αρα αντί να το πάρω εγώ, το καυλί πάει δικαιωματικά στον Βράστα μας. Εύγε νέε μου!

#12
MXΣ

in σαφρακιασμένος

πούστη άντρα, με πρόλαβες!

Από τις σημειώσεις μου πριν βαρεθώ:

«το σαφρακιάζω υπάρχει στο “Πρωίας” (1933):
σαφρακιάζω (ρ.)· ως (αμετβ.), επί του δέρματος ιδία των χειρών και ποδών, συρρικνούμαι, ζαρώνω λόγω μεγάλης παραμονής εν τω ύδατι· ǁ (ως μετβ.), επί του ύδατος, συρρικνώ το δέρμα του ανθρώπου. Ουσ. σαφράκιασμα (το), η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαφρακιάζω.

Δες και σαφρανιάζω στα Μυτιλινιώτικα που κάποιοι το συνδέουν με το σαφράν λόγω χρώματος καχεκτικού.

Φυσικά και το σαπρός = σάπιος, παίζει!

Στην Θεσσαλία = Σιάφαρο

Στα τουρκικά safra = η χολή»

#13
MXΣ

in λα 'πουτς!

μάλλον καμιά τρίχα...

#14
MXΣ

in σφίξου κι έρχεται

Γιούνκερ, ε, Γιούνκερ!

#15
MXΣ

in σφίξου κι έρχεται

Αχ, έχει πέσει πολύ το επίπεδο... Το να παρομοιάζετε κύριε μου τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης με κλανίδι ή κωλόπαιδο δεν είναι, θεσμικώς, πρέπον. Ντροπή!

Το καλό το παλjικάρι, το αναζητεί το λήμμα...

#17
MXΣ

in κρητικό μπράιγ

Μερσί δια την τιμήν φίλτατε! Κι εμείς εδώ κλέβουμε κουράδια δια τους γάμους μας.

Αγαπητές αδελφές, δεν υπάρχει εις την Κρήτη καμία ταμπέλα με το όνομα της νήσου, οπότε μούφα και η ταμπέλα, μούφα και το τισέρτι. Σας ασπάζομαι πολλάκις!

#18
MXΣ

in χανιόλα, χανιώλα

Πραγματοποιήθηκε πριν ολίγες μέρες η μεγαλιώδης δεκαπενταδευτερόλεπτη punkκρήτια συνάντα των εν τη μαρτυρικήν μητσοτάκεια νήσον της Κρήτης σλάγκων και συγκεκριμένα σε πεζόδρομον της Ιεράς πόλεως των Χανίων με μεγάλην συμμετοχήν και πλούσια δώρα. Παρευρέθησαν μεταξύ άλλων απόντων οι χρήσται Mafie και ΜΧΣ.

#19
MXΣ

in μωρή + x

Λείπει το original «μωρή λουλού» ή με φαίνεται;

#20
MXΣ

in λουμπεναριό

Kατάλαβα... και οι 3 σας, σκατά διακοπές κάνετε...

#21
MXΣ

in του γαμάω τη μάνα

«Τα αφεντικά είναι πατεράδες μας γιατί μας γάμησαν την μάνα» από τοίχο των Χανίων...

#22
MXΣ

in ξεμασχαλίζω

Παρέβαλε και ξεποδαριάζω, ξεχεριάζω, ξεκωλιάζω, ξεπουτσιάζω, ξεμουνιάζω και άλλα «ξε-» + μέρος του σώματος...

#23
MXΣ

in ξεμασχαλίζω

Από Τριαντάφυλλο:

μασχάλη: [...] 3. [...] οτιδήποτε μοιάζει στη μορφή ή στη λειτουργία με μασχάλη: [...] H ~ των φυτών, η γωνία που σχηματίζεται από το μίσχο και το βλαστό.

Oπότε σεσινεπασλανγκτέτοιο..., no;

#24
MXΣ

in πέτσα

Πες μου τι φοράς... ;-)

#25
MXΣ

in τριχωτό πορτοφόλι

Το στραγγιστό έχει πέτσα;

#26
MXΣ

in πέτσα

Μικρός, εμένανε με άρεζε να τρώω πέτσα.

Πέτσα ήταν ένα είδος γλυκού από πορτοκάλι ή ροδάκινο αποξηραμένο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων σε μορφή πέτσας που το δάγκανες και το τραβούσες να κοπεί. Όσο το δάγκανες μεγάλωνε... Μιά αξέχαστη στοματική γευστική εμπειρία...

Αχ, αθώα παιδικά χρόνια...

#27
MXΣ

in τριχωτό πορτοφόλι

το ανέκδοτο, ανηψιέ, το ανέκδοτο...

#28
MXΣ

in τριχωτό πορτοφόλι

- πρώτη φορά έχεις δει γυναίκα γυμνή;
- γυμνή, όχι. Να δω όμως πως θα με πληρώσεις...

#29
MXΣ

in ντόινγκ

Σερβιέτα was Μουνόπανο, πάει;

#30
MXΣ

in του γαμάω τη μάνα