Μπερδεύτηκα... @#%*&$(^)

Ωραίο... λίμα! Και η γκομενοσυζήτηση πραγματικά... ενοχλητική. Εύγε!

Από σάιτ για slang το κάναμε σάιτ για μουσική... Τεσπα. Λοιπόν, εγώ το βλέπω κάπως έτσι -δεν είμαι «απ' αυτούς που ξέρουν», αλλά πέντε πραματάκια τα 'χω καταλάβει για το ζήτημα (έτσι νομίζω, τουλάστιχον):

1) Το [πανηγυριώτικο] όντως προέρχεται από το σκυλάδικο και το γύφτικο (που και μεταξύ τους συνδέονται), αλλά μπασταρδεμένο με παραδοσιακό, για να είναι πιο εύπεπτο στους Έλληνες.

2) Το ρεμπέτικο -ήδη το έχω πει πιοπάνω- έδωσε πράγματι στοιχεία στο σκυλάδικο (ρυθμούς, βασικό σόλο όργανο). Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αποτελεί τον άμεσο (ή το βασικό) πρόγονό του.

3) Ψάξτε τη βαλκανική δισκογραφία πριν τα τέλη του '80, και άμα βρείτε σκυλάδικο (πέραν όσων παίζονταν αποκλειστικά από τσιγγάνους, οι οποίοι εξαπανέκαθεν άκουγαν αυτά), κλάστε μου τη βάλανο.

Στην ουσία το ψιλοείπες. Το turbofolk αναπτύχθηκε τέλη '80 αρχές '90. Παρομοίως και τα άλλα είδη που αναφέρω. Αντίθετα, το ελληνικό σκυλάδικο (και παν το σκυλοειδές) αναπτύχθηκε γύρω στη δεκαετία του '50, όταν τέτοιοι ήχοι ήταν παντελώς άγνωστοι στα λοιπά βαλκάνια (που άκουγαν μόνο τα δημοτικά τους και κάποια ρετρό αντίστοιχα με τα δικά μας της Βέμπο κ.ά.). Μη μου μπλέξεις, ασφαλώς, το ρεμπέτικο και γενικά το μικρασιάτικο στην όλη συζήτηση, καθότι -ως πρόσφυγας- μπορώ να σου πω ότι ελάχιστα έδωσε στο σκυλάδικο (ίσως μόνο το μπουζούκι και ρυθμούς όπως το ζεϊμπέκικο).

Κατά τα λοιπά, το σκυλάδικο πολύ θα ήθελε να μοιάζει με τα μικρασιάτικα, αλλά δεν του βγαίνει!

Πρέπει να καθιερωθεί άλλη μια ειδική κατηγορία σλανγκολέξεων: πιπινοσλάνγκ. Τυπικό δείγμα: σκαμάτα!

Αλάριχος αλλά... ρηχός. Έτσι, μπίρο 'μ!

Αυτό μπορώ να σου το απαντήσω με σιγουριά. Το σερβικό turbofolk, το ρουμάνικο manele, η βουλγάρικη chalga κ.τ.λ. μοιάζουν πράγματι με τα πανηγυριώτικα, όπως σωστά παρατηρείς. Την ιδέα την πήραν όλοι οι βαλκάνιοι από τους παμβαλκάνιους... Γύφτους. Πρώτα εμείς, βέβαια, και μετά πιθήκισαν και οι από πάνωθε, όπως το συνηθίζουν με οτιδήποτε ελληνικό (όχι γιατί είναι καλό, αλλά γιατί είναι δικό μας, των «Αμερικάνων των Βαλκανίων»).

Πώς με πιάνjεις, αξιότιμε Θράκα βασιλεύ!

Ελληνική μεγαλοψυχία, να υποθέσω... Btw, μου αρέσω με δύο λλ (Αλλάριχος)! Ακούγεται πιο Κυπραίικον.

Καλά, το βιντεάκι με Ιταλία vs. Ευρώπη γαμάτο!

Όσο για τον τύπο στο έτερον μήδι, θα μπορούσε να είναι είτε Ιταλός, είτε Νοτιοελλαδίτης. Τείνω προς το δεύτερο, αν κρίνω από την επιγραφή που κουτσοφαίνεται στα αριστερά.

Έστω και από κόμπλεξ, προσπαθούσαμε τουλάχιστον να ταυτιστούμε με τους Ιταλούς -και όχι με κάθε σκατολοϊδι που έτυχε να βρεθεί τριγύρω μας. Πλέον, βέβαια, σπανίζει τούτη η έκφραση, φρόντισαν οι Γιανναροζουρλάρηδες γι' αυτό...

Μόλις πρόσεξα ότι υπάρχει ήδη το «γλυκοφάε-πικροχέσε», που ωστόσο δεν το έχω ακούσει ποτέ.

Βλ. και http://www.vasilisp.com/html/forum/viewtopic.php?f=4&t=295&start=90.

Δεν έβαλα παράδειγμα από το λινκι, γιατί αναφέρει την έκφραση σκέτη, χωρίς συμφραζόμενα.

Αν το τραβήξουμε περισσότερο, συναφές είναι κατ' αποτέλεσμα και το γλυκοφάγωμα, πικροχέσιμο.

Πάρε 5x2, Ωρωπιώτη, γιατί είχα καιρό να ακούσω αυτή τη λέξη. Χρειαζόταν.

...και «αγιοβασιλιάτικο» το λένε...

Πρότεινα ήδη δύο, πολύ καυτά!

Τυπικώς σωστά αυτά, αλλά αφενός η χρήση έχει καθιερώσει (και) το «κλασομούνι», αφετέρου αναλογιστείτε λέξεις όπως «πονοκέφαλος», «πονόδοντος»... Να λέμε «δοντόπονος»;

Σωστόςςς!

Ωραία, παλαιά, νοσταλγική σλανγκ! Και το λευκαδίτικο «μαρή» τα σπάει.

Είναι τόσο ανυπέρβλητα εμετικό λήμμα (ναι, ακόμα και για μένα), ώστε ανέβαλα το βραδυνό μου για... δεν ξέρω και 'γώ πότε(νες). Εύγε, νέε μου! Τύφλα να 'χει το δαχτυλίδι.

Mes@: ε, το 'χω το... γιατρικό (δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν)

Το 'χω προσέξει...

Μα γι' αυτό και γα-μοτέλ (< *γαμο-μοτέλ), με απλο(λο)γία, όπως τη λένε οι φελλόλογοι!

γιατροσάιτ το σλανγκρρρρ!

...«Αβάνα», «Μπολίβια», «Αρζεντίνα»... Σωστή, σωστή!