Νομίζω ότι ο ΓΑΠ είναι ρουφιάνος με την πραγματική σημασία της λέξης όπως αποδίδεται στο λήμμα: «Ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος».
Ρουφιάνος με την παλιά καλή σημασία της λέξης είναι ο μακαρίτης Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που ανέλαβε πολλά και διάφορα υπουργικά πόστα, διετέλεσε αρχηγός της ΕΡΕ όταν ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος την έκανε για Γαλλία ως Τριανταφυλλίδης και έγινε πρωθυπουργός για λίγο, στην υπηρεσιακή κυβέρνηση που ανατράπηκε από τους συνταγματάρχες το 1967. Άκουσα ότι ο Καραμανλής είχε πει γι’ αυτόν: «ο Παναγιώτης είναι σαν τ’ αρχίδια. Κάνουν όλη τη δουλειά και στο τέλος μένουν απ’ έξω».
Ήταν και πάστες. Τα παπουτσάκια φτιάχνονταν με παντεσπάνι και γέμιζε με κρεμ πατισερί, ψιλοκομμένο αμυγδαλάκι και σαντιγί. Έμπαινε και κανένα κερασάκι ως αγκράφα.
Δε συμφωνώ Ιρον, ο Χριστιανισμός συνυφαίνοντας τον έρωτα με την ενοχή έριξε λάδι στη φωτιά της ερωτικής επιθυμίας και άσκησε στην ερωτική φαντασία μια επιρροή πολλαπλασιαστική παρόμοια με αυτήν του θαύματος με τα ψάρια και τα ψωμιά. Η απαγόρευση κεντρίζει τον πόθο, δεν τον καταστέλλει. (Την ικανοποίηση αυτού ναι, αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο). Ενώ η διάχυση της πορνογραφίας, και δη της διαδικτυακής τοιαύτης, που είναι η πλέον προσιτή αλλά και η πλέον εμπορευματοποιημένη, προκαλεί τον κορεσμό, εκχυδαϊσμό, υποβιβασμό, και τελικά αδιαφορία. ‘Νταξ και πολλά άλλα, το θέμα εδώ είναι τεράστιο νομίζω. Με δυο λόγια, η πορνογραφία ναι, αυτή καταστέλλει την ερωτική επιθυμία.
Ε ας συμβουλευτούν τον Τριαντάφυλλο.
Αθάνατο εργαλείο η νεκροφόρα. BTW γιατί τα σημερινά λάστιχα παθαίνουν φούιτ κάθε τρεις και λίγο ενώ εκείνο τον παλιό καλό καιρό δεν καταλάβαιναν Χριστό στους κακοτράχαλους δρόμους;
Κι εγώ θα επιμείνω.
Οι γεροντικές οσμές μπορεί να μην είναι ευχάριστες, αλλά γενικά δεν είναι έντονες, χαρακτηρίζονται δε από μια μπαγιατίλα με εσάνς φαρμακευτικού κοκτέιλ.
Την επιθετική μουνίλα σε υπερθετικό βαθμό νομίζω πως θα πρέπει να την αναζητήσεις σε εφηβικά δωμάτια, αποδυτήρια και τουαλέτες.
Όσο για την τσίκνα, προσωπικά ανακαλώ παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις από περιπάτους στην Άνω Πόλη. Σίγουρα δεν μιλάμε για την τσίκνα της Τσικνοπέμπτης, αλλά για την τσίκνα του καμένου μαγειρέματος που κόλλησε στο τηγάνι ή στην κατσαρόλα, όμως επειδή δεν ήμουν ο υπεύθυνος μάγειρας -ή ταβερνιάρης- δεν μπορώ να προκαλέσω και σε επίδειξη. Πιστεύω ότι σίγουρα ένα πολυχρησιμοποιημένο λάδι βοηθάει ιδιαίτερα στην επίτευξη του αποτελέσματος, κι ένα ψιλομπαγιάτικο ψαράκι επίσης. Τα βάζουμε στη φωτιά και μετά πάμε να παρακολουθήσουμε τη Μενεγάκη. Όμως αυτά νομίζω ότι είναι μόνο μερικά από τα συστατικά και όχι η πλήρης συνταγή.
Η διαβάθμιση κατ’ εμέ είναι: μουνίλα, καμένο ντουί, τσίκνα. Η μπακαλιαρίλα παίζει κάπου κοντά στο καμένο ντουί, κι ενώ κάπου απωθεί, έχει και μια νότα νοστιμάδας.
Εδώ τα λαλάρια της Θεοφανίας λούονται στα γαλάζια νερά του Αιγαίου στην παραλία Λαλάρια της Σκιάθου. Την παράσταση όμως κλέβουν αναμφιβόλως οι βυζόμπαλες.
Από τότε χρονολογείται και η πάντοτε επίκαιρη παροιμία:
Το'να κόμμα δέρνει τ' άλλο
και τα δυο το κίνημα.
Εξίσου τραμπούκοι, αστοιχείωτοι και ανεγκέφαλοι, όσο και οι αυτοαποκαλούμενοι αντεξουσιαστές, το χαμηλότατο επίπεδο των οποίων στις ενημερώσεις για τα επεισόδια στο indymedia νομίζω βγάζει μάτι.
Επίσης κορυφή της Πϊνδου με τις ομώνυμες δρακόλιμνες, απ' όπου πηγάζει το ομώνυμο ποταμάκι που χύνεται στον Αώο.
Στο παράδειγμα Νο 2 δηλ. οι ψευδοβουλευτές την καρφώνουν την ψευδομπαγλαντόπηχα.
Και
Νίκος, ο πούτσος μου ο λύκος.
-την πούτσα μου την καυλωμένη
που εσένα περιμένει.
-Ηρακλής, ο πούτσος μου ο μερακλής.
Σωστός Μπέτα, οπότε το ζεύγος Παπνδρέου - Βενιζέλος μπορεί κάλλιστα να είναι Δήμος Σταρένιος - Αρτέμης Μάτσας.
Όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό αποδίδονται, ευλόγως, στο δίδυμο Παπανδρέου - Βενιζέλου, οι ατάκες του Αρτέμη Μάτσα: «Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας» και «Οι Γερμανοί θέλουν το καλό μας». Νομίζω ότι η απόδοση του προσωνυμίου Αρτέμης Μάτσας στον Μητσ είναι πλέον πασέ. Αυτός στο κάτω-κάτω ειδικευόταν στο γλείψιμο προπαντός των Αμερικανών, όχι των Γερμανών. Ίσως πρέπει να γίνει μια ψηφοφορία ανάδειξης του Αρτέμη Μάτσα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Εγώ προσωπικά θα ψήφιζα τον ΓΑΠ, κυρίως λόγω ύφους.
Χότζα κατέχεις την απόλυτη σοφία της ζωής. Μου έλυσες απορία δεκαετιών.
See Something = Δεσκάτη
Απίστευτο μήδι, πού ήταν κρυμμένο τόσο καιρό;
Ορίτζιναλ. Στην Πλάκα Λιτοχώρου υπάρχει ολόκληρος οικισμός από γιαπιά, αποκαλούμενα «τα χουντικά», που προορίζονταν για παραθεριστικές κατοικίες των αξιωματικών, αλλά το σχέδιο εγκαταλείφθηκε στα μισά. 10ετία του 80 -επί «υπαρκτού»- χρησίμευαν για ελεύθερο κάμπινγκ Πολωνών και άλλων ανατολικών -σήμερα δε γνωρίζω.
Κύριε καθηγητά μου θυμίζετε το αγνώς βρώμικον μαγειρείον - εψητήριον «Μον Αμί» που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη, οδός Δεσπεραί, μέχρι τις αρχές 10ετίας του 80, όπου εκτός από τα εκπληκτικά σάντουιτς με μπιφτέκι σε μισό καρβέλι που το σαγόνι πάθαινε κράμπα για να πάρεις μπουκιά, στα ταψιά με τα έτοιμα στη βιτρίνα υπήρχαν τα «αυγά Λουμούμπα» που ο γερο-μάστορας τα διαφήμιζε «από αυτά έφαγε ο Λουμούμπα και πέθανε».
Seven Hill City = Επτάλοφος
Upper Summersault = Άνω Τούμπα
Lower Summersault = Κάτω Τούμπα
Stay She stays = Μενεμένη
Tree River City = Δενδροπόταμος
Κατά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στην ομιλία του προς τους νέους στην Πνύκα: «Δυστυχώς όμως όταν οι ΄Ελληνες είναι μονιασμένοι, πάντοτε μεγαλουργούν και κτίζουν Παρθενώνες, όταν όμως διχάζονται τους τρώει ο εμφύλιος πόλεμος και οι έχθρες, μεταξύ τους. (…)Όταν ξεθαρρέψαμε, πολλοί θέλησαν να γίνουν μπαρμπέρηδες στου κασιδιάρη το κεφάλι. Βέβαια όλοι ήθελαν το καλό, πλην όμως ο καθένας κατά την γνώμη του. Παιδιά μου, όταν όμως προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται, ούτε τελειώνει .Πρέπει να υπάρχει ο Αρχιτέκτων».
Η έκφραση εκ πρώτης όψεως δίνει μια σουρεαλιστική εικόνα του μπαρμπέρη που κουρεύει τον φαλακρό.
Στο νέτι όμως κυκλοφορεί και μια μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης όπου στο Λευιτικόν (κεφ. 13 στ. 30 - 37 χρησιμοποιείται ο όρος κασίδα. Το όλο κεφάλαιο αφορά στη λέπρα και περιλαμβάνει διάφορα γιατροσόφια, ευχές, καθαρισμούς, αφορισμούς, κοινωνικούς αποκλεισμούς κλπ. που επιβάλλει ο ιερέας σε όποιους εμφανίζουν σημάδια ύποπτα για λέπρα. Εδώ γενικά ο «ύποπτος» τραβάει των παθών του τον τάραχο, και μεταξύ των άλλων στον προσβεβλημένο από την κασίδα που δημιουργεί υπόνοιες λέπρας, ο ιερέας ξυρίζει το υγιές τμήμα του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει αξύριστο το προσβεβλημένο. Μετά ο ασθενής απομονώνεται για επτά ημέρες και στη συνέχεια, αν η προσβολή δεν έχει επεκταθεί στο υπόλοιπο δέρμα ο ασθενής κηρύσσεται καθαρός, διαφορετικά (την πούτσιξε) κηρύσσεται λεπρός, ακάθαρτος. Αυτή την εκδοχή για την κασίδα υιοθετούν και αυτοί. Αν και με προβληματίζει η αξιοπιστία αυτής της μετάφρασης (η λέξη στη μετάφραση των Ο΄ είναι θραύσμα και ο Κολιτσάρας την αποδίδει ως προσβολή), μια τέτοια βιβλική έννοια της κασίδας προσδίδει άλλο υπαρξιακό βάθος στην έκφραση.
Αν υιοθετήσουμε αυτή την έννοια, εδώ πλέον ο «μπαρμπέρης» γίνεται τσαρλατάνος, που όχι μόνο ταλαιπωρεί τον κασιδιάρη και το κεφάλι του, αλλά επιπλέον έχει και τη μοίρα του στα χέρια του (μπορεί να τον κηρύξει λεπρό και ακάθαρτο και να τον εξορίσει από την κοινότητα).
Επίσης: Να ταΐζεις τα κροκοδειλάκια της Λακόστ.
Δεν τρέχει τέιον...