Εννοούσα ουσιαστικά που δηλώνουν ενέργεια, πχ iniş = προσγείωση / kalkış = απογείωση κλπ.
Αλικόντυση ε; Ντύσιμο στα άλικα δλδ; Πλάκα έχει.
Προσωπικά μου κάνει για γ' ενικό αορίστου με τοπική προφορά (τουν αλικόντισι = τον αλικόντησε = τον κράτησε), το οποίο πιθανώς ουσιαστικοποιήθηκε. Από την άλλη, στα τούρκικα έχει και ουσιαστικά με κατάληξη -ış / -iş
οπότε δεν αποκλείεται τίποτις.
Ο Καρκαβίτσας στον Ζητιάνο διασώζει και τον καραγκούνικο θηλ. τύπο αρή, με προφ. προέλευση από το μωρή > μαρή (έτι υπαρκτό αυτό το τελευταίο).
Ξεροσφύρη τι ήτουνε το αλικόντισι, ρήμα ή ουσιαστικό ;
Για το ταμουζλούκι που λέει ο εφημέριός μας παραπάνου, σε διάφορα ονλάιν τουρκολεξικά βρίσκω ότι το
domuzluk (< domuz = γουρούνι), εκτός από τα προφανή γουρουνιά, ισχυρογνωμοσύνη κλπ, σημαίνει και το σημείο του νερόμυλου στο οποίο βρίσκεται και λειτουργεί ο τροχός του. Δε γκζέρω αν έχει να κάνει, το αναφέρω μόνο επειδή σχετίζεται με το νερό οπως το λήμμα, οπότε μη βαρείτε.
Με το λάπτοπ.
Ωραία, βλέπω ότι σχολιάστηκε επαρκώς εδώ.
Και, ω γαία, την άκουσα παρέα με την ξέρναγια, άρα το λήμμα λέγεται ακόμα.
Μόλις πληροφορήθηκα και την ύπαρξη της βότκας μπουρούχοβας.
Μπέτα, για τα κάτια δες εδώ.
Πολύ ενδιαφέρον το μάπα, χαλικού. Συνιστά μιά παρέκκλιση, καθώς λέμε σκατά/αρχίδια φίλος, αλλά δεν λέμε μάπα αμάξι. Η μάπα συντάσσεται είτε ως το ταδε είναι μάπα, είτε με οριστικό άρθρο και καρπούζι.
Κι άμα είχε και τίποτις κιλά παραπάνω, πανόρραμα.
Εξοχα και τα δύο σχόλια. Μάλιστα, αν πάρουμε την εκδοχή του περαστικού και συνθεωρήσουμε ότι κατά Μπάμπη το αρχ. ελλην. όρρος σήμαινε γλουτοί, οπίσθια, τότε νομίζω ότι στα αρχ. ελλην. μιά απίστευτα όμορφη γυναίκα θα αποκαλούνταν όρραμα.
Eπίσης αρχίδια.
Ως συνέχεια στο Χότζειο σχόλιο, να αναφέρω ένα παλιό διήγημα του Θοδ. Σαραντόπουλου (από τις πάλαι ποτέ εκδ. Υάκινθος), όπου ένας πρώην μπάτσος που έπεσε στην πρέζα κατέληξε, κατά τον συγγραφέα «φερτάκιας και χαφιές», λέξεις δηλωτικές εμπλοκής τόσο με τις ουσίες όσο και με την παροχή πληροφοριών στις διωκτικές αρχές.
ΙΝDEX FATSORUM PROHIBITORUM
ΣΥΝΩΝ : Unfair Tακης
Επιβεβαιώνω Στεφ περί dilara. Εδώ την βρίσκω ως «αυτό που στολίζει την καρδιά/ψυχή», περσικής προέλευσης οθωμ. λέξη του 1451 παρακαλώ.
Δεν είμαι σίγουρος για τον τύπο φερτάκης που είχε αναρτήσει ο Μπέτα. Ενα πρόχειρο γούγλισμα δεν απέδωσε τίποτα σχετικό. Και στον Μίσσιο και αλλού συναντώ μόνο τον τύπο φερτάκιας, πληθ. φερτάκηδες.
(Μπέτα μη μασάς, από ζήλια τα λέω αυτά, με είχε στοιχειώσει από καιρό αυτή η ανάρτησή σου και με πρόλαβε ο Βραστα :-)
@ Γ/γκαθ, από τσι κίτρινες σελίδες του σαλονιού ;
Ντροπής πράματα τώρα, λείπει ο πάπιος και δεν μπορεί να απαντήσει, αλλά λίγο ψιλομπάχαλο μου φαίνεται ο ορισμός. Ως λέξη δεν την έχω ξανακούσει (λεξιπλασία γαρ;;;), πάντως λίγδα/λιγδοπούλα είναι η μικρή τσιπούρα. Επιβεβαιώνεται και νετικώς από πολλές μπάντες.
Ακριβώς όπως τα λέει το λινκι του Γκατζ. Δεν έχω υπόψη μου φυτό μαλάγρα. Κάνας άλλος;
Προφ από το μαλάσσω / μάλαξη.
Καλό καλοκαίρι σε όλους και όλες, Εσκιμώους και μη.
Να περάσετε καλά.
Ναι. (είμαστε μιά ωραία ατμόσφαιρα).
Θα έλεγα μάλιστα ότι στον ενικό κυριαρχεί ο γερμαναράς ως μειωτικός χαρακτηρισμός (τύπος ισχυρός και στον πληθυντικό βεβαίως), όπως και για τους γειτόνους το τουρκαλάς / τουρκαλάδες. Μεγεθυντικά και τα δύο. Αντιθέτως, για τους αμερικάνους έχουμε το σμικρυντικό αμερικανάκι(α), για τους ιταλούς το μάλλον ουδέτερο έως μη-μας-σπας-τ-αρχιδια-ρε-τζοβάνι ιταλιάνοι κλπ
Εχω την εντύπωση ότι ο ενικός φρίτσης είναι μάλλον αδύναμος τύπος. Η λέξη νομίζω ότι κυρίως στον πληθυντικό φρίτσηδες ευδοκιμεί, σαν ζάουερκράουτ σε μπυραρία.
Κάνας άλλος ;
Η λέξη είναι από το ταυτόσημο τουρκ. buzagι (το -g- με καλαθάκι από πάνω, προφέρεται σαν μαλακό, άφωνο -γ-), μοσχαράκι γάλακτος.
Και μερικά σπαράγματα αφήγησης έλληνα φαντάρου στον α' βαλκανικό πόλεμο, από το Βασανιστήρια και Εξουσία του Σιμόπουλου:
Περνάμε και καίμε χωριά. [...]Αρχίσαμε να σφάζουμε πρόβατα αρκετά, άλλος γουρούνι, αλλος βόδι και μερικοί για γούστο βουβάλι. Κότες τας είχαμε ρημάξει. Άλλος αρνί, άλλος μπουζάκια μικρά. Επήγαινε το «κα-κα», το «μπε» και το «κούκου» οπου χαλούσε ο κόσμος. [...] Ωχ Χριστέ, κορδέλα κινηματογράφου έπρεπε να ήτονε εδώ, να έπαιρνε σχέδιο πώς σφάζουνε γουρούνι, πώς βόδι, πώς αρνί [...]
Απ' όσο μου κόβει, απ' αυτά που κοίταξα, πρέπει να υπάρχει κάποια περσική ρίζα par-, που σχετίζεται με την έννοια του κομματιου. Από κεί και τα οθωμ. pare / parce / parca (το -c- με ουρίτσα γμ το πλκτρολμμσ), με αντίστοιχη σημασία, από κεί και το γνωστό γλυκό σεκέρ παρέ (=κομμάτι ζάχαρης), από κει και η φράση γύριζε γεμάτος παρτσάδες (= με τα ρούχα κουρελιασμένα), από διήγημα του Σκαμπαρδώνη.
Αντε, να βάλουμε και την αφρικάνα τηλεφωνήτρια: Νενέ Μακούτε.
Σωστοί ο δόκτωρ και Ο ΑΛΛΟΣ από πάνω. Ενδιαφέρουσα και η θεματολογία των δύο ασμάτων (είσοδος και έξοδος στον/ από τον κόσμο των ουσιών). Προφ ένα εξαιρετικά συνειδητοποιημένο στιχουργικώς τραγούδι όπως πχ το Πέντε μάγκες στον Περαία έκανε τζιζ....
Ενας πάνκης πχ (όχι ο δικός μας ρε, αυτός είναι νταξ παιδί) είναι ανώμαλλος.