#1
deinosavros

in κουτουρού

Από το τουρκ. götürü = εργολαβία. Αν μάλιστα συνθεωρήσουμε και το επίσης τουρκ. göt = κώλος, τότε το ελλην. «κωλόδρομος» παίρνει πιά άλλο νόημα...

#2
deinosavros

in σασιρμάς, σασυρμάς

Τουρκ. şaşırmak = σαστίζω, εκπλήσσομαι, μπερδεύομαι, μένω ενεός.

#3
deinosavros

in κώλος

-Ρε φίλε, συγγνώμη που ρωτάω κιόλας, αλλά μήπως βαράς ενέσεις στο πρόσωπο;
-Εεε;;;
-Γιατί είσαι σαν κώλος...

(Παλιό)

#4
deinosavros

in κλανορούφι

Παρακαλείται ο Βράστα να ανεβάσει μήδι με χώρο στον οποίο να απαγορεύεται εγγράφως το πέρδεσθαι.

#5
deinosavros

in πιο ... πεθαίνεις

Πρβλ και τον λουκυλούκειο διάλογο στους Μαύρους Λόφους:

-Δεν έχετε πιό ήμερα άλογα από αυτά;
-Αγόρι μου, όταν ένα άλογο είναι πιό ήμερο από αυτά, το θάβουμε ή το κάνουμε ψαρόκολλα.

(Παναπεί, μήπως έχει φράγκικες ή τεσπα εξ εσπερίας ρίζες η έκφραση;)

#6
deinosavros

in τσελέμι

Για ετυμολογία εδώ.

Το πιάνο του κυρίου και το βάζο της κυρίας, που λέγαμε τότενες, παλιά.

#8
deinosavros

in γόνα

Ναι, πάνε οι εκφράσεις γόνατο :-)

(Βρε Τζώρτζ μου, δεν γκρίνιαξα, ίσα-ίσα σε υποστήριξα)

Goes the masturbation knee.

#10
deinosavros

in γόνα

Nαι, αλλά η έκφραση υφίσταται, όπως τη δίνει ο λημματογράφος. Οφκόρς ισχύει και το περί βιασύνης και προχειρότητας, το οποίο λέγεται και στο πόδι, εξ ου και ο κλασσικός διάλογος :

- To άρθρο είναι γραμμένο στο πόδι.
- Βέεεεβαια, μυρίζει από μακριά.
:-)

#11
deinosavros

in γόνα

Απ' όσο μου κόβει παίζει στην Καλαμάτα, προσωπικά την ξέρω από τον φάδερ, από Αιτ/νία μεριά.

#12
deinosavros

in βραχιολάκης

Κυρία Πρέσβειρα, με κολακεύετε. Οσονούπω...
(Περιμένω υλικό).

#13
deinosavros

in νουμεράδα

Να και μιά λογοτεχνική χρήση της λέξης από τα '70, σχετική όχι με βιασμό αλλά με μαζική εκτέλεση.
( Αλ. Κοτζιάς Αντιποίησις Αρχής, Κέδρος 1979):

[...]κι όσους αναρχικούς σάρωσε η παγανιά τους ντουφεκίσανε επιτόπου μέσα στη μάντρα ως το πρωί νουμεράδα ντουφεκίζανε διακόσους τετρακόσους τρέχα γύρευε, μουσκέτ! φουζιλίρεν! φόγιαρ! [...]

#14
deinosavros

in κωλάθρα

Κάπου λέει ο Πετρόπουλος (στο Καπανταήδες και Μαχαιροβγάλτες) ότι το πάλαι οι φαντάροι αποκαλούσαν κωλάθρα το κινητό ουραίο των ντουφεκιώνε.

#15
deinosavros

in βραχιολάκης

I am always here but I have runnings and pullings.

#16
deinosavros

in τάγιο

Για να κλείσουμε το θέμα, talla (τάγια) στα λατινοαμερικάνικα ισπανικά σημαίνει μεταξύ άλλων ξυλογλυπτική και βρομόξυλο.

(Κι όποιος πειράξει τον σ. Μπέτα θα φάει τέτοιο τάγιο που θα ξεχάσει το αφιμί του).

#17
deinosavros

in salue-moi le platane

Mark Cotton, Συριανό καθολικό ρεμάλι (πιθανώς αγγλοσαξονικής καταγωγής).

#18
deinosavros

in παλιαρρώστια

Πάντως στους «Μαυρόλυκους» (τέλη '30), για την βουβωνική πανώλη γράφονται τα εξής :

Έβγαλε η χριστιανή σπυρί μεγάλο. Κι ήτανε κακό σπυρί. Της εφαρμάκωσε το αίμα και μήτε που πρόκανε να κοινωνήσει. [...]

#19
deinosavros

in σκυλοτράγουδο

Το μουνί μου φλόγες βγάζει σα να είναι πετρογκάζι

(Θυμάται κανείς ποιανής είναι ;)

#20
deinosavros

in τάγιο

Μήπως τότε οι ασιατικές στέπες θα ήσαν μιά κάποια λύσις ; Γιατί κι εδώ από βαρβάρους.....

#21
deinosavros

in τάγιο

Της κόφας γίνεται με το τάγιο σ. Μπέτα αλλά νομίζω ότι μπορούμε να στείλουμε τους τούρκοι στα αποδυτήρια και να μείνουμε Μεσόγειο. Άλλωστε πού να τρέχουμε τώρα στις ασιατικές στέπες, μακριά πέφτει.....

Πάντα σε σχέση με το ιταλ. tagliare λοιπόν, εδώ υπάρχει η taglia, η οποία εκτός από κλάδεμα, καταστροφή, φόρος υποτέλειας, θλίψη, βάρος, σημαίνει και τσέτουλα με προέλευση το λατιν. talea = μπαστουνάκι, κλαδάκι (το οποίο σχετίζεται με τα ελλην. θαλλός = νεαρός βλαστός / θάλλω).

Νομίζω πως συνδεθήκαμε τώρα ικανοποιητικά με το ξύλο που ρίχνει βρομόξυλο.

#22
deinosavros

in τάγιο

Μα κι εγώ απλώς είπα να αναφέρω το συνειρμό που μου έκανε κλικ, νταγιάκ > νταγιάκι > ντάγιο > τάγιο, πού ξερεις, μπορεί και να υπάρχει κάτι που να στέκει στην υπόθεσή μου.
Ούτε η αφεντομουτσουνάρα μου είμαι γλωσσολόγος, αλλά προτιμώ τις μοσχαρίσιες. Νομίζω πως δεν θα τα χαλάσουμε επ' αυτού :-)

#23
deinosavros

in τάγιο

Σύντροφε Μπέτα, με απέραντο σέβας για το λήμμα, επειδή βλέπω πιό πάνω οτι ψάχνεις περαιτέρω σύνδεση του τάγιου με το ξυλοφόρτωμα, επίτρεψέ μου να πάρω δρόμους τουρκομογγολικούς. Όντως, στην Κρήτη του Μπουνιαλή το τάγιο δεν θα μπορούσε παρά να έχει βενετσιάνικη προέλευση, και το γλωσσάρι του έργου το ερμηνεύει και το ετυμολογεί σωστά.

Όσον αφορά το ξυλοφόρτωμα όμως (έννοια με την οποία η λέξη δεν υπάρχει στο έργο του Μ. Τζ. Μπ.), μήπως θα έπρεπε να δούμε και το παλαιοτουρκικό tayak = υποστήριγμα, δοκάρι, μπαστούνι, το οποίο από το 1680 εμφανίζεται ως dayak = μπαστούνι, ραβδί.
Σήμερα, στα τούρκικα το dayak (το οποίο εν τούτοις τονίζεται παλαιόθεν στη λήγουσα, ως επιφύλαξη αυτό) σημαίνει ακριβώς βρομόξυλο.

#24
deinosavros

in αρβύλα

Μερικές φορές έχω την αίσθηση οτι η Γλώσσα είναι μια εκδικητική θεότης.

Αγγλ. Post= Υπηρεσία διακίνησης ειδήσεων, Ταχυδρομείο.
Τουρκ. Postal= Στρατιωτικό υπόδημα, Αρβύλα.

#25
deinosavros

in γκαζόν

Μέλανας Δρυμός σ' αρέσει;

#26
deinosavros

in ντελικανής

Είναι εξαιρέτικαλjυ πιθανόν να παίζει αυτή η παρετυμό, κάτι σχετικό έχω θαμένο στον μικροσκοπικό και βορβορώδη εγκέφαλό μου αλλά δε θυμάμαι σε ποιό συρτάρι.

#27
deinosavros

in ντελικανής

Ενδιαφέρον το περί βόρειου ελληνισμού. Έχουμε τίποτις παραδείγματα από αυτές τις περιοχές ;
Τώρα, όσον αφορά τη συγκεκριμένη λέξη, αν και αυτό που λες περί αλλαγής του νοήματος σαφώς μπορεί να ισχύει, δεν νομίζω ότι στην Κρήτη υπήρχε διαφοροποίηση στο νόημά της. Ας μιλήσουν και οι πούροι Κρητικοί καθότι εγώ μούλος.

Επί Μητσ. πρωθυπουργού είχε βγάλει και μια εκπληκτική γελοιογραφία ο Πετρουλάκης στην Αυγή, με αφορμή μιά τότε επίσκεψη κάποιου γιαπωνέζου επίσημου.
Έδειχνε τον ιάπωνα να βγάζει λόγο σε επίσημο δείπνο, μιλώντας για τους ισχυρούς οικονομικούς και εμπορικούς δεσμούς που ενώνουν τις δύο χώρες κλπ, οπότε σκύβει ο Μ. σε έναν παρατρεχάμενο δίπλα του και ακολουθεί ο εξής ψιθυριστός διάλογος :

- Τι αγοράζουμε από αυτούς ρε ;
- Παπάκια, κύριε.

#29
deinosavros

in τσούτσκαγια

Βάλτε και καμιά τσούσκα τώρα που μπαίνουν τα κρύα...

#30
deinosavros

in παραθύρι

Όταν η τηλοψία γίνεται καθεστώς η αντίσταση γίνεται κατ' οίκον.