Τουρκ. şaşırmak = σαστίζω, εκπλήσσομαι, μπερδεύομαι, μένω ενεός.
-Ρε φίλε, συγγνώμη που ρωτάω κιόλας, αλλά μήπως βαράς ενέσεις στο πρόσωπο;
-Εεε;;;
-Γιατί είσαι σαν κώλος...
(Παλιό)
Παρακαλείται ο Βράστα να ανεβάσει μήδι με χώρο στον οποίο να απαγορεύεται εγγράφως το πέρδεσθαι.
Πρβλ και τον λουκυλούκειο διάλογο στους Μαύρους Λόφους:
-Δεν έχετε πιό ήμερα άλογα από αυτά;
-Αγόρι μου, όταν ένα άλογο είναι πιό ήμερο από αυτά, το θάβουμε ή το κάνουμε ψαρόκολλα.
(Παναπεί, μήπως έχει φράγκικες ή τεσπα εξ εσπερίας ρίζες η έκφραση;)
Για ετυμολογία εδώ.
Το πιάνο του κυρίου και το βάζο της κυρίας, που λέγαμε τότενες, παλιά.
Ναι, πάνε οι εκφράσεις γόνατο :-)
(Βρε Τζώρτζ μου, δεν γκρίνιαξα, ίσα-ίσα σε υποστήριξα)
Goes the masturbation knee.
Nαι, αλλά η έκφραση υφίσταται, όπως τη δίνει ο λημματογράφος. Οφκόρς ισχύει και το περί βιασύνης και προχειρότητας, το οποίο λέγεται και στο πόδι, εξ ου και ο κλασσικός διάλογος :
- To άρθρο είναι γραμμένο στο πόδι.
- Βέεεεβαια, μυρίζει από μακριά.
:-)
Απ' όσο μου κόβει παίζει στην Καλαμάτα, προσωπικά την ξέρω από τον φάδερ, από Αιτ/νία μεριά.
Κυρία Πρέσβειρα, με κολακεύετε. Οσονούπω...
(Περιμένω υλικό).
Να και μιά λογοτεχνική χρήση της λέξης από τα '70, σχετική όχι με βιασμό αλλά με μαζική εκτέλεση.
( Αλ. Κοτζιάς Αντιποίησις Αρχής, Κέδρος 1979):
[...]κι όσους αναρχικούς σάρωσε η παγανιά τους ντουφεκίσανε επιτόπου μέσα στη μάντρα ως το πρωί νουμεράδα ντουφεκίζανε διακόσους τετρακόσους τρέχα γύρευε, μουσκέτ! φουζιλίρεν! φόγιαρ! [...]
Κάπου λέει ο Πετρόπουλος (στο Καπανταήδες και Μαχαιροβγάλτες) ότι το πάλαι οι φαντάροι αποκαλούσαν κωλάθρα το κινητό ουραίο των ντουφεκιώνε.
I am always here but I have runnings and pullings.
Για να κλείσουμε το θέμα, talla (τάγια) στα λατινοαμερικάνικα ισπανικά σημαίνει μεταξύ άλλων ξυλογλυπτική και βρομόξυλο.
(Κι όποιος πειράξει τον σ. Μπέτα θα φάει τέτοιο τάγιο που θα ξεχάσει το αφιμί του).
Mark Cotton, Συριανό καθολικό ρεμάλι (πιθανώς αγγλοσαξονικής καταγωγής).
Πάντως στους «Μαυρόλυκους» (τέλη '30), για την βουβωνική πανώλη γράφονται τα εξής :
Έβγαλε η χριστιανή σπυρί μεγάλο. Κι ήτανε κακό σπυρί. Της εφαρμάκωσε το αίμα και μήτε που πρόκανε να κοινωνήσει. [...]
Το μουνί μου φλόγες βγάζει σα να είναι πετρογκάζι
(Θυμάται κανείς ποιανής είναι ;)
Μήπως τότε οι ασιατικές στέπες θα ήσαν μιά κάποια λύσις ; Γιατί κι εδώ από βαρβάρους.....
Της κόφας γίνεται με το τάγιο σ. Μπέτα αλλά νομίζω ότι μπορούμε να στείλουμε τους τούρκοι στα αποδυτήρια και να μείνουμε Μεσόγειο. Άλλωστε πού να τρέχουμε τώρα στις ασιατικές στέπες, μακριά πέφτει.....
Πάντα σε σχέση με το ιταλ. tagliare λοιπόν, εδώ υπάρχει η taglia, η οποία εκτός από κλάδεμα, καταστροφή, φόρος υποτέλειας, θλίψη, βάρος, σημαίνει και τσέτουλα με προέλευση το λατιν. talea = μπαστουνάκι, κλαδάκι (το οποίο σχετίζεται με τα ελλην. θαλλός = νεαρός βλαστός / θάλλω).
Νομίζω πως συνδεθήκαμε τώρα ικανοποιητικά με το ξύλο που ρίχνει βρομόξυλο.
Μα κι εγώ απλώς είπα να αναφέρω το συνειρμό που μου έκανε κλικ, νταγιάκ > νταγιάκι > ντάγιο > τάγιο, πού ξερεις, μπορεί και να υπάρχει κάτι που να στέκει στην υπόθεσή μου.
Ούτε η αφεντομουτσουνάρα μου είμαι γλωσσολόγος, αλλά προτιμώ τις μοσχαρίσιες. Νομίζω πως δεν θα τα χαλάσουμε επ' αυτού :-)
Σύντροφε Μπέτα, με απέραντο σέβας για το λήμμα, επειδή βλέπω πιό πάνω οτι ψάχνεις περαιτέρω σύνδεση του τάγιου με το ξυλοφόρτωμα, επίτρεψέ μου να πάρω δρόμους τουρκομογγολικούς. Όντως, στην Κρήτη του Μπουνιαλή το τάγιο δεν θα μπορούσε παρά να έχει βενετσιάνικη προέλευση, και το γλωσσάρι του έργου το ερμηνεύει και το ετυμολογεί σωστά.
Όσον αφορά το ξυλοφόρτωμα όμως (έννοια με την οποία η λέξη δεν υπάρχει στο έργο του Μ. Τζ. Μπ.), μήπως θα έπρεπε να δούμε και το παλαιοτουρκικό tayak = υποστήριγμα, δοκάρι, μπαστούνι, το οποίο από το 1680 εμφανίζεται ως dayak = μπαστούνι, ραβδί.
Σήμερα, στα τούρκικα το dayak (το οποίο εν τούτοις τονίζεται παλαιόθεν στη λήγουσα, ως επιφύλαξη αυτό) σημαίνει ακριβώς βρομόξυλο.
Μερικές φορές έχω την αίσθηση οτι η Γλώσσα είναι μια εκδικητική θεότης.
Αγγλ. Post= Υπηρεσία διακίνησης ειδήσεων, Ταχυδρομείο.
Τουρκ. Postal= Στρατιωτικό υπόδημα, Αρβύλα.
Μέλανας Δρυμός σ' αρέσει;
Είναι εξαιρέτικαλjυ πιθανόν να παίζει αυτή η παρετυμό, κάτι σχετικό έχω θαμένο στον μικροσκοπικό και βορβορώδη εγκέφαλό μου αλλά δε θυμάμαι σε ποιό συρτάρι.
Ενδιαφέρον το περί βόρειου ελληνισμού. Έχουμε τίποτις παραδείγματα από αυτές τις περιοχές ;
Τώρα, όσον αφορά τη συγκεκριμένη λέξη, αν και αυτό που λες περί αλλαγής του νοήματος σαφώς μπορεί να ισχύει, δεν νομίζω ότι στην Κρήτη υπήρχε διαφοροποίηση στο νόημά της. Ας μιλήσουν και οι πούροι Κρητικοί καθότι εγώ μούλος.
Επί Μητσ. πρωθυπουργού είχε βγάλει και μια εκπληκτική γελοιογραφία ο Πετρουλάκης στην Αυγή, με αφορμή μιά τότε επίσκεψη κάποιου γιαπωνέζου επίσημου.
Έδειχνε τον ιάπωνα να βγάζει λόγο σε επίσημο δείπνο, μιλώντας για τους ισχυρούς οικονομικούς και εμπορικούς δεσμούς που ενώνουν τις δύο χώρες κλπ, οπότε σκύβει ο Μ. σε έναν παρατρεχάμενο δίπλα του και ακολουθεί ο εξής ψιθυριστός διάλογος :
- Τι αγοράζουμε από αυτούς ρε ;
- Παπάκια, κύριε.
Βάλτε και καμιά τσούσκα τώρα που μπαίνουν τα κρύα...
Όταν η τηλοψία γίνεται καθεστώς η αντίσταση γίνεται κατ' οίκον.
Από το τουρκ. götürü = εργολαβία. Αν μάλιστα συνθεωρήσουμε και το επίσης τουρκ. göt = κώλος, τότε το ελλην. «κωλόδρομος» παίρνει πιά άλλο νόημα...