@ Ιρον, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Εχω την εντύπωση ότι με την έννοια τουφεκίζω έχω εντοπίσει κάπου, κάποτε το ρήμα μπαταριάζω, που μου φαίνεται πιό δόκιμο. Πάντως το «μπατάρω» με αυτή την έννοια δεν το έχω ξανακούσει. Τις ηξεύρει...
@ Σαλινα : Νιέτ, αλλά πιθανότατα η φράση που δίνεις υπήρξε. Ο Θ. Πετσάλης - Διομήδης, στους «Μαυρόλυκους» (που γράφτηκαν δεκαετία '30) χρησιμοποιεί τη φράση «Ο Γιάννης τα 'χει ψήσει με την τουρκοπούλα»).
@ Ιρον, οπότε η έκφραση μάλλον ξεκίνησε από ενήλικες για να καταλήξει σήμερα παιδική σλανγκ όπως λέει ο Πανκελής.
Στος ο αγίβε. Το χαλάω = σκοτώνω έπαιζε μέχρι και την Κατοχή.
Πάλι εγώ θα σου σώσω το μπέικον ;
Οου, άι φοργκότ :-PPP
Χου δε χελ ντου γιου θινκ αμ τόκιν του ρε%$@#@#$ ; Ιζ δεαρ ενιβόδι ελς χίαρ ;
Είσαι αγράμματος και διανοητικά ανεπαρκής ρε ανίατε (εσύ ο τελευταίος).
Τη βρήκα όμως (μαζί με το ταίρι της) στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. «Πρωίας», 1933 (τι σκατά δεινόσαυρος θα ήμουν αλλιώς;)
μισότριβος -η, -ο : ο ικανώς, αλλ' ουχί και εξ' ολοκλήρου τεριμμένος, ο εν μέρει εφθαρμένος. Το αρσ. και θηλ. μισότριβος (ο) και μισότριβη (η), ανήρ ή γυνή μέσης ηλικίας : «τα 'χει φτιάξει τώρα με μιά μισότριβη».
(Παρεμπ μαθαίνουμε ότι η έκφραση «τα φτιάχνω με κάποιον» υφίσταται τουλάστιχον από τη δεκαετία του '30).
Πάντως ούτε το ΛΚΝ ούτε ο Μπάμπης την έχουνε τη μισότριβη. Κάνας ενδιαφερόμενος;
Νταξ κι ο άλλος είχε πει ότι ωρολογιακός είναι ο μηχανισμός που τοποθετείται το πρωί για ν' αρχίσει να εξερράγεται το βράδυ...
Λόγιους τύπους.....άθλημα που δεν κατέχουμε... όπως πχ το εξεπλάγην. Το σωστό είναι εκπλάγηκα ή εκπλήχτηκα :-P
Φτου σας ρεζίληδες, είστε και της θρησκείας...
Μισότριβη απ' όσο ξέρω είναι η σαρανταφεύγα γκόμενα, ψημένη, περπατημένη και ψιλοταλαιπωρημένη στη ζωή της (και της φαίνεται, καθότι σπασμένη). Τη λέξη τη χρησιμοποιούσε πολύ ο Τσιφόρος.
Για το ταμπάνι εδώ. Πιθανώς να συνδέεται με το τουρκ. taban = πέλμα, καθότι η φράση tabana kuvvet (κυριολ. δύναμη στην πατούσα) σημαίνει τα πόδια στον ώμο / πανικόβλητη φυγή, αλλά και κλωτσηδόν.
Σε διήγημα παλιού Μυτιληνιού λογοτέχνη διαβάζω ότι νταμπάνια ονόμαζαν τα μεγάλα καδρόνια της οικοδομής. Θα μπορούσε να παραπέμπει σε στειλιάρι (που ρίχνει βρομόξυλο); Μη μου βάζετε τώρα γλωσσολογία μ' αυτή τη ζέστη, έλεος...
Πολύ παλιά έκφραση. Στη «Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» γραμμένη ca 1870, γίνεται αναφορά στο Μυιγοχαφτικόν Τμήμα του Υπουργείου Στρατιωτικών όπου υπηρετούσαν τεμπελχανάδες τσάτσοι.
@VAG προφ στον Β' παγκόσμιο. Αν δεν κάνω λάθος, μεθαμφεταμίνες περιείχε και η Schocka Cola που εχορηγείτο την ίδια περίοδο στους πιλότους της λουφτβάφε. Τώρα για το σίσα, τι να πω, δεν το έχω ακούσει, μπορεί να παίζει όπως τα λες και να είναι τελείως φρέσκο. Από την ίδια ρίζα και το τούρκικο şişe = μπουκάλι.
Το κοίταξα και στο νέτι, το έχει ως φαρμακευτικό φυτό, σαπουνόχορτο.
Μασάω το τσουένι = Επρόκειτο για ένα φτηνό, λαϊκό γλυκό στα χρόνια της Κατοχής. Το αναφέρει και η Άλκη Ζέη στον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου».
Και η μετρέσα ετυμολογικώς δεν σχετίζεται με τον δάσκαλο;
Ε δεν είναι και σαν την Πελοπόννησο...ένα σου λέω, προσοχή με τους παπάδες...
Α δε γκζέρω, αυτά να τα βρεί με τον Νίκο.
Να προτείνω ένα συμβιβασμό : Το λήμμα θα μείνει, αλλά ο βικ αφού κάνει 3 γύρους τροχάδην το σάιτ θα πάει εδώ και θα απαγγείλει από στήθους τη Λιλιάδα (στο ένα πόδι, εννοείται). Νταξ Ηρώ ;
:-PPP πάπαρδε
Ωχ! Όπου άλλα διάβαζε πραγματικά. Να υπερασπιστώ το λήμμα πήγα και κατέληξα προσβλητικός. Σόρι.
(δεν έχει κι άδικο ο παπάς...ας μείνει κατά μέρος η χαντζάρα σ' αυτή την περίπτωση. Υπάρχουν πολλά άλλα σκουπίδια εδώ μέσα που την αξίζουν πραγματικά. Και με το συμπάθιο δηλαδής.)
Το Tufts από το τα 'φ'τς ;
[I]Ο Γιωργουλέας αρπάχτηκε από μιάν ελιά και ξεμασκάλισε μιά κλάρα. Ο πιό συνηθισμένος τρόπος ήταν ένα τεντωμένο σύρμα με μιά χειροβομβίδα στην άκρη του. Ζύγωσε με προσοχή, καλύφτη πίσω από μιά χαρουπιά και πέταξε την κλάρα πάνω στη βρύση.
Μαζί με την έκρηξη άρχισαν να μας χτυπάνε απ' το πλευρό [...][/I]
Θαν. Βαλτινός Η Κάθοδος των Εννιά (1959, α' δημοσίευση 1963). ΑΓΡΑ 1984.
Να προσέχεις εκεί, έχει χαρχαρίες.
Καλά, θα μας πλακώσεις κιόλας; :-P
(πού 'σαι συ μωρέ;)
Ουδόλως σφουγγάρι, και ο μιμης και ο γκατζ τα λένε σωστά. Από Αιτ/νία μεριά το ξέρω κι εγώ ως σφόγγος, λέγεται σε διάφορα μέρη και αφορά πάντα είδος ομελέτας. Κάτι λέει επ αυτού και ο Πετρόπουλος αλλά δεν θυμάμαι σε ποιό βιβλίο.
Προφ από το ιταλ. bagascia = πόρνη.