Περίμενε ντε λίγο, κοντά είναι στην Καραβαϊκή, μπας και σε πετάξουμε περνώντας με το φιλντισένιο καραβάκι...
Και δε μου λες βρε Galadriel, αυτό με το μπαντζι και τα αρνιά είναι τοπικό έθιμο, κάτι σαν τα αναστενάρια να πούμε, ή είναι προσωπικό σου τάμα ;
Εμένα με συγχωρείτε δηλαδής, όπου γουστάρετε πάμε, αλλά πειράζει να καταλήξουμε Αιγαίο; Μέσα και για Καραβαϊκές και Νέες Ζηλανδίες αλλά ρε παιδί μου τέτοια θάλασσα όπως εδω.....
Ρε παιδιά, τι να πω, δεν μου προκύπτει τούρκικη ή οθωμανική λέξη uragan, αλλά κι αν υπάρχει, θα προέρχεται κι αυτή από κει που προέρχονται το ισπανικό huracan / αγγλικό hurricane = τυφώνας, δλδ από τη λέξη ουρακάν των ιθαγενών της Καραϊβικής, που σήμαινε ακριβώς τυφώνας, θύελλα.
Αυτά παθαίνει όποιος βιάζεται και δεν διαβάζει προσεκτικά το λήμμα. Το κρακελάρισμα λοιπόν, εκτός από τον πανδαμάτορα χρόνο όπως σωστά γράφει ο Σσττεφφαννοςς, οφείλεται βασικά στη μη συμβατότητα του πηλού και του σμάλτου, δηλαδή στη μεγάλη διαφορά του λεγόμενου συντελεστή θερμικής διαστολής των δύο υλικών (μιλάμε για μέγεθος που μετριέται συνήθως στους 300 C περίπου και υπολογίζεται σε κλίμακα του δέκα στη μείον εβδόμη. Εξ ου και το λεπτότατο των ρωγμών). Τέλος σπαστικής ψειρολογίας.
Μιάς και περί κεραμικής ο λόγος, «σιδερώνω» στην κεραμική σημαίνει διατηρώ μια συγκεκριμένη θερμοκρασία στο καμίνι για το επιθυμητό χρονικό διάστημα. Π.χ. «για να ψηθεί σωστά αυτό το σμάλτο θέλει σιδέρωμα μισή ώρα στους 1050 C».
Αιδεσιμώτατε, έτσι μπράβο, αν υποψιαστώ οτι ο Μπάτης και ο Μάρκος στους τεκέδες διαβάζανε Ιουβενάλη και Βιργίλιο θα σου χαρίσω ο,τι έχω και δεν έχω, τα μα σα και τα σα μάσα τα :-D
Μωρέ τον έφερε και τον κακοέφερε, και για πολλά πολλά χρόνια μάλιστα....
Ενώ αν ο Πούλος είχε πάρει τον εαυτό του......
Με μιά μικρή καθυσττέρηση να επισημάνω οτι το λήμμα είχε αναρτηθεί στο ΔΠ από την Galadriel.
Ολίγα τινα συμπληρωματικά.
Στο «Ντόμπρα και σταράτα» του Γιάννη Παπαϊωάννου, στην εισαγωγή ο Κ. Χατζηδουλής λέει ότι από το 1968 πίεζε συνεχώς τον Παπαϊωάννου να γράψει για τη ζωή του και αυτός αρνιόταν. Όταν τελικά ο Γ.Π. ενέδωσε, στον πρόλογό του έγραψε, μιλώντας για τον Κ.Χ. : «Μου ΄γινε χαβαλές τούτος εδώ να γράψω τη ζωή μου. Την αυτοβιογραφία μου, όπως τη λέει». Η σημασία του περιττού βάρους που έχει εδώ η λέξη χαβαλές είναι προφανής.
Ναι. Εντύπως άτυποι.
Παίρνω ενα ξύλο από οξιά κι απάνω της το σπάω
της δίνω ξύλο αλύπητο, φεύγω κι ακόμα πάω.
Και παίρνω το δισάκι μου, παίρνω των ομματιώ μου
να πα' να βρω κάνα (ν)τεκέ να σβήσω τον καημό μου.
Ε πέστο ντε, γι αυτό πάμε κατά διαόλου....
Ράλληδες ταγματαλήτες, μπουραντάδες και της «Χ»
τα κεφάλια σας θα πέσουν απ' τ' αντάρτικο σπαθί.
Μάλλον δεν έχει σχέση με τα λατινικά αυτό το πράμα, αυτή η επανάληψη της λέξης με αντικατάσταση του αρχικού συμφώνου από το -m- είναι τυπικό φαινόμενο στα τούρκικα. Εν προκειμένω, το αραβικής αρχής sey (με παχύ -s-)= πράγμα, και σέα-μέα δηλώνει το σύνολο των αντικειμένων, όλα τα σχετικά. Κάποτε ένας λαϊκός βάρδος στην Τουρκία (ή στη Γερμανία) είχε βγάλει ένα δίσκο με τίτλο «Disko misko anlamam» = Δε σκαμπάζω από ντίσκο και ξε-ντίσκο.
Να φάει τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα τα τζιτζιμιτζιχόντζιρα.
Μη μας πάρει πρέφα ο Χό(ν)τζας για θα γίνει της παλαβής η κρεβατοκάμαρα εδώ μέσα.
Και μεις ;
Λοιπόν Μιτζνούρ το έψαξα και απ' ότι μου είπαν το gezdirmek μπορεί κάλλιστα να έχει τη σημασία που αναφέρεις. Προφανώς κάτι ήξερες παραπάνω.
Σαφώς υπάρχει κατά τόπους η φθογγική χαλαρότητα που αναφέρεις, ο Δωδεκανήσιος του παραδείγματος έλεγε κουσουμέρω. Τρέχα γύρευγε.... Χο-χο μου θύμισες την επιγραφή «Σοφλάκια ο Καραμπέρης, φάτε το σοφλάκι μου κι άμα δε μείνετε ευχαριστημένοι εγώ θα κάτσω να με σοφλίσετε» :-)
Το κουσομάρω σε ποιό τραγούδι είναι ;
Χότζα, δε μου πολυκολλάει το κουρσούμι, μιας και δεν έχουμε να κάνουμε αποκλειστικά με όπλα εδώ.
Εκτός από το consumare που είχα σκεφτεί πριν το βρω στο tokantouni.wordpress.com, μου φαινότανε πολύ πιθανό και το costumare =συνηθίζω να, έχω τη συνήθεια να. Θα το ξαναδώ πάντως, δεν έχω και το Καπετανάκειον πόνημα ρε γαμώτ. Το Ζάχο που διαθέτω, τον έχω μη σου πω τι......Πεταμένα λεφτά ρε πστ μου. Καλά το είπε σκατολεξικάκι ο Πετρόπουλος.
Ε ναι, κούκλοι δεν είμαστε, και ο Κάδμος κι εγώ ;
Για πε, για πε, υπάρχει κάπου καταγεγραμμένη χρήση του ρήματος με τη σημασία «γουστάρω» ;
Δεν το έχω συναντήσει ποτέ έτσι, αλλά μία από τις χρήσεις που εντόπισα στο νέτι φέρνει προς τα κει, τη θεώρησα όμως πατάτα και την απέρριψα. Αν έχεις κάποιο στοιχείο, για φέρτο κατά δω......
Και στην Ιταλία λίτρο λένε για τα υγρά. Πριν κάμποσα χρόνια, στο Ρίμινι, είχα ζητήσει στο εστιατόριο «mezzo chilo di vino», και ο σερβιτόρος με κοίταξε περίεργα και μου είπε «λίτρο». Το καλό ήταν οτι συνέχισε λέγοντας: «chilo» είναι αυτό, και μου έδειξε τον σκεμπέ, το σωσίβιό του. Προφανώς επρόκειτο για τοπικό ιδιωματισμό, τουλάχιστον στο (καλό) ιταλικό λεξικό που διαθέτω δεν υπάρχει τίποτα σχετικό.
Σαρτζετάκης = Ροφός ή πατομπούκαλος (λόγω γυαλιών).
Όθων Λέφας-Τετενές (πολιτευτής της ΕΡΕ, μηδέποτε εκλεγείς) = Κώθων Ελέφας-Τενεκές. Πραγματικό παρατσούκλι που του είχε κολλήσει η Λαϊκή Μούσα.
«Κάλλιο αγαρμποντοδότης παρά μπαγαποντοδότης».
(παλιά παροιμία του Κάνσας) :-)
Δελφύς = μήτρα, από κει και ο αδελφός.
Βδγ, μία από τις βρισιές προς τον εχθρό τις οποίες σκάλιζαν οι αρχαίοι σφενδονήτες πάνω στις πέτρες που έριχναν με τη σφεντόνα τους ήταν το «Κύε» = μείνε έγκυος, δλδ σύρε και γαμήσου.
Χαν, χίλια συγγνώμη, περιδιάβαινα με το ποντίκι το λήμμα και μου πατήθηκε κατά λάθος στο χ. Οπως ίσως μπορείς να διαπιστώσεις, δεν βαθμολογώ ποτέ, και δεν είχα βεβαίως λόγο να σε μαυρίσω.
Μπάνιο επί Τουρκοκρατίας λέγανε το κάτεργο. Τυχαίο ; Δε νομ.
Τόσα ξέρανε, τόσα λέγανε. Ως γνωστόν, ανδρεία & θυμός βρίσκονται στον εγκέφαΛΛο, εξ ου και οι απειλές στυλ θα σε γαμήσω κλπ :-)
Αμα ξέρεις από θάλασσα ΟΚ, αλλιώς δέσαμε μούτσο.