Πρόσφατα από τον κουνιάδο μου «Και να πας μιά φορά φυλακή τι έγινε; Άντρας είσαι»
Σχολικά λέγαμε και τα φορτηγά που μετέφεραν τούβλα για τις οικοδομές (άθλιο μπαμπαδίστικο)
Και «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» των καρπουζάδων κάποτε, με τη σιγουριά οτι όλα τα καρπούζια θα ήταν ώριμα-κατακόκκινα, θα έτρεχαν τα ζουμιά σαν τα αίματα. «Όλα με τη βούλα, όλα με το μαχαίρι» απο το χρυσό αυτοκόλλητο-εγγύηση ποιότητας, οπότε άφοβα το έκοβαν-έσφαζαν για επιβεβαίωση. (Οι πρώτοι στην Ελλάδα που εφάρμοσαν την αμερικανια του 7,90<8,00 με το τεράστιο 7 και το σμικρό ,90 ακόμα στα '70ς κάτι που μετα γενικεύτικε και με το ευρώ έγινε θεσμός)
Για την προέλευση της έκφρασης «σύρμα» ως ενδεικτικό της καλής ποιότητας μαύρου λέγεται οτι είναι όντως από το «πέφτει σύρμα» που ανάγεται στον τηλέγραφο. Για την άλλη σημασία «σύρμα=συναγερμός» υπάρχει και η τηλεγραφική εκδοχή, όπως και μιά άλλη που αναφέρει ο Τσιφόρος, όπου όταν το θύμα των παπατζήδων άρχιζε να ανθίζεται τη δουλειά, κάποιος από τους αβανταδόρους φώναζε «το σύρμα, κοίτα το σύρμα», το κορόιδο κοίταζε ψηλά και ωσπου να χμηλώσει το κεφάλι, παπατζής, αβανταδόροι, σέα κλπ είχαν γίνει καπνός... Αυτό βέβαια δεν συνάδει με το «σύρμα! ...οι μπάτσοι!» αλλά ως γενική ειδοποίηση «να τα μαζεύουμε» ίσως να πιάνει κι αυτό.
Απο τη γιαγιά μου:
«Συννεφόκαμμα... σεισμόκαιρος»
Πώς και γιατί το ένα προμήννυε το άλλο ...θα σας γελάσω.
μπουλασιλίκι: το βρήκα να σημαίνει θυμός, οργή. Άν κάποιος μπορεί να πεί κατι παραπάνω (πχ έτυμο, να συναντιέται και κάπου αλλού εκτός από το παράδειγμα ας ανεβάσει ορισμό κλπ)
-Συγγνώμη!
-Συχωρεμένος, ...να γίνεις.
Στο δημοτικό λέγαμε τα «συγκατουρητήριά μου»
Το πιο συνηθισμένο χαρτόνι για την τρακατρούκα στο ποδήλατο ήταν ο πάτος από πακέτο τσιγάρων τ. κασετίνα που ήταν αρκετά σκληρός και έτοιμος-κομμένος
Τέτοιο εννοώ στουρναράδικο, όχι από τό άλλο το χίπικο.
Στη Χίο στα '70ς είχαμε ένα τέτοιο ιδιωτικό (εξατάξιο) Γυμνάσιο που στα χιώτικα λεγόταν βουδοσχολή
Κυριολεκτικά: λευκή βαφή από ανθρακικό μόλυβδο, λευκό του μολύβδου (με τετοια μπογια έβαφαν πολύ παλιά τα ποστάλια και τα κρουαζιερόπλοια άσπρα, καθώς και τα άσπρα παπουτσάκια που αγόραζαν στα πιτσιρίκια για το Πάσχα - όσοι είχαν θα θυμούνται την κοκκώδη υφή)
Συνεκδοχικά: το λευκό βερνίκι για το βάψιμο παπουτσιών και η κάθε άσπρη μπογιά πλήν του ασβέστη
Στη γραμμή λεωφορείου Σπάρτη - Γύθειο υπήρχε (και ίσως υπάρχει ακόμα) η στάση του Νίκα έξω από το ομώνυμο εργοστάσιο αλλαντικών.τυχαίο; δε νομίζω
Χρησιμοποιείται και το σπουρδάω από (τον) πόνο δλδ χτυπιέμαι, σπαρταράω απο πόνο. Χαρακτηριστικά μια (ήδη) μητέρα είπε σε έγκυο, στο μήνα της, που παραπονιόταν οτι έχει κάτι ψιλοπονάκια «Α(ν) δε(ν) σπουρδάς από τον πόνο, παιδί δεν κάνεις»
Πριν δεκαπέντε - είκοσι χρόνια λέγαμε οτι «Οι Ουκρανές (αντικαταστήστε με όποια εθνικότητα θέλετε) ή σε σπίτι θα δουλεύουν ή σε σπίτι» (δλδ ή «οικιακές βοηθοί» ή πουτάνες)
Επίσης η όλη διαδικασία (κλείσμο αμπαριών, στερέωση στις θέσεις τους (γ)κρενιών, μπιγών, κλπ) προετοιμασίας απόπλου λέγεται σπατσαμέντο
Επι τηι ελεύσηι ιερέως:
- Μήτσο, ένας παπάς ήρθε...
-Σπάστον να τον πιούμε...
Σούρα και μαστούρα- 1936
Στίχοι: Ανέστης Δελιάς, Αρτέμης
Μουσική: Ανέστης Δελιάς, Αρτέμης
1. Ανέστης Δελιάς, Αρτέμης
2. Σπύρος Ζαγοραίος
3. Τζίμης Πανούσης
4. Αγάθωνας Ιακωβίδης
5. Γιώργος Νταλάρας
Μόλις μπουκάρω στον τεκέ, τον αργιλέ τσακώνω
Και μες στα φυλλοκάρδια μου τραβώ, τον ξελιγώνω
Του ντεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναγιομίσει
Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι
Και ξεμπουκάρω απ’ τον τεκέ, μες στην ταβέρνα πάω
Δύο ποτηράκια εφετινό κάθομαι κοπανάω
Σούρας, τρελός, σαν έγινα, φεύγω απ’ την ταβέρνα
Για το τσαρδί μου πάγαινα, είχα γίνει στην πένα
Για τρείς «όμορφες» θυμάμαι το σχόλιο φίλου:
-Κοίτα, οι τρείς χάριτες. Η νύχτα, η αντάρα κι η μαύρη αράχνη...
Λέγεται οτι στίς αρχές των '70ς ο Ζαμπέτας είχε στο μαγαζί ένα μαύρο χορευτή που έβγαινε και έκανε χορευτικό στον «Αράπη» του κι εκείνος φώναζε από το μικρόφωνο «Χόρευε σκυλάραπα! 'Οαααα...». Κάποτε ο μαύρος του την είπε γιατί τον αποκαλούσε έτσι και ο Ζαμπέτας απάντησε «Αράπης είσαι, σε σκυλάδικο δουλέυεις, πώς να σε λέω;»
Ήτανε πιό τσατιλομούνα η μακαρίσσα after (τσατιλομούνα νεολογισμός, δεν λέγεται).
Περί σιτέματος αντιγράφω από «Χημεία Τροφίμων» Δ.Γ. Μπόσκου (Θεσ/νίκη 1983)
«Τα κύτταρα των ινών των μυών περιέχουν διάφορες πρωτείνες, κυριώτερες των οποίων είναι η μυοσίνη και η ακτίνη. Μετά το θάνατο του ζώου η μυοσίνη και η ακτίνη συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν την α κ τ ο μ υ ο σ ί ν η στην οποία οφείλεται η νεκρική ακαμψία. Το κρέας στη φάση αυτή είναι άκαμπτο και σκληρό και απαιτείται αρκετός χρόνος αποθήκευσης για να εξαφανιστεί αυτή ανεπιθύμητη ιδιότητα και να καταστεί το τρόφιμο τρυφερό και ευχάριστο στη γεύση (σίτεμα, conditining).
Οι μεταβολές που γίνονται στο στάδιο αυτό της ωρίμασης δεν είναι επακριβώς γνωστές. Πάντως γίνεται μια μετουσίωση και διάσπαση των πρωτεινών με αποτέλεσμα να προκύπτουν πεπτίδια και αμινοξέα που συμβάλλουν στην αύξηση της τρυφερότητας»
Στα καθ' ημας τώρα. Η σιτεμένη γυναίκα έχει χάσει το σφρίγος και τη σφιχτάδα (crispiness)του νεανικού σώματος κι έχει αποκτήσει την χαλαρότητα και πλαδαρότητα του σιτεμένου κράτος. Από την άλλη, λέει η επιστήμη οτι καθίσταται «τρυφερό και ευχάριστο στη γεύση», χώρια η πείρα. Περί ορέξεως ... Τα αυτά και για τους άνδρες βεβαίως βεβαίως. Βλέπε και μισότριβη
Στα πολύ φρέσκα ψάρια δεν έχει περάσει η νεκρική ακαμψία (εκεί όλα γίνονται πιό γρήγορα) και γι αυτό είναι καμπύλα κι όχι ίσια.
Σόρι, δεν είδα τον ορισμό για σκονάκι, αμέσως παρακάτω, πού τά λέει όλ' αυτά (περιληπτικότερα)
Ειδικά στις ρετσίνες, που έβαζαν γύψο (CaSO4) για συντηρητικό, το σώσμα ήταν πολύ θολό.