Το εξής λίνκι δεν μου βγήκε αλλά από μπαρμπάδες είχα ακούσει οτι «το μαλλί του Σκόμπι είναι κόμποι-κόμποι» (περί απλυσιάς των Εγγλέζων λέγεται-λεγόταν- οτι «την λίγδα τήν βγάζεις από τη γραβάτα τους με το ξυράφι» - πέρα από την αντιπάθεια για τον συγκεκριμένο).
Υποθέτω οτι το μήδι προέρχεται από μια παιδική σειρά των early 70s με την Σκίππυ το καγκουρώ.
ΟΙ ΓΑΤΟΦΙΛΟΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ.
Για το σκίσιμο της γάτας και την προέλευσή του (αντιγράφω από μνήμης - δεν βρίσκω και δέν θυμούμαι που το βρήκα γραμμένο) :
Τη γάτα άν την πιάσεις από το κεφάλι και την ουρά και την τεντώσεις απότομα, πεθαίνει γιατί σπάει η σπονδυλική της στήλη. Έχω δει να γίνεται από σκύλο με ένα απότομο τίναγμα.
Λέγεται λοιπόν (πιθανόν να είναι και αστικός μύθος) ότι κάποιοι «άντρες» για επιβεβαίωση του αντριλικιού τους και όλων όσων περιγράφονται στον ορισμό, όταν έμπαιναν στο σπίτι, έσκιζαν μια γάτα μπροστά στη γυναίκα (και την πεθερά) ως ένδειξη του «δε σηκώνω κουβέντα» κι έμεινε η παροιμιώδης έκφραση.
Υπόψη οτι ο γράφων είναι γατόφιλος (με τρεις γάτες μέσα στο σπίτι, η μια κουφή, η άλλη με νυκταλωπία) αλλά καποιος πρέπει να καθαρίσει τη χέστρα (με αποτροπιασμό και σπαραγμό ψυχής).
Αυτό το «μαγικό» τό είχα ακούσει κι εγώ. Οτι δλδ έβαζαν το δάχτυλο στον κώλο τους και μ΄αυτό ανακάτευαν τον καφέ γιά να «γ(ο)ητέψουν» τον γαμπρό.
«Έφαγα βραστά σκαστά κουκιά με τη βραστή σκαστή κουτάλα»
Γλωσσοδέτης από τά παιδικάτα μου
Ίσως τα σιχτίρια του fotjou να συγγενεύουν με το σιχτίρ πιλάφι ως τατελευταία (αυτό, και φεύγουμε)
Το σιχτίρ πιλάφι πιλάφι σερβιριζόταν σαν τελευταίο πιάτο για τον σκοπό που σωστά καθορίστηκε στο σχόλιο του 909. Η συνταγή που λινκάρει έιναι όπως το δοκίμασα περίπου το '86 από γυναίκα από τη Νιγρίτα (επαρχία Βισαλτίας Σερρών). Ο συνδυασμός ρυζιού καί τσιγαρισμένου φιδέ φέρνει βάρος στο στομάχι και στο κεφάλι νύστα, οπότε δεν είσαι για τίποτα καί πας γιά ύπνο, ιδίως άν έχει προηγηθεί κανονικό τσιμπούσι και ποτό
Άσχετο: Το “πυρ, γυνή και θάλασσα τα τρία κακά του κόσμου”, μου θύμισε το «μπύρα, γυμνοί και στη θάλασσα, τα τρία καλά του καλοκαιριού» της απολεσθείσης νεότητος.
Για το άσμα «Ο Αντώνης, ο βαρκάρης, ο σερέτης» τα λέει όλα εδώ http://www.kalyterotera.gr/2012/08/h_26.html
Το ασένιο στο βαπόρι το έχω ακούσει για τους κάβους, όταν είναι «στην εντέλεια» ούτε πολύ τεζαρισμένοι ούτε μπόσικοι (= ούτε πάρα πολύ τεντωμένοι με κίνδυνο να κοπούν, ούτε χαλαροί οπότε τό σκάφος «ανοίγει» από το ντόκο). Μέσα στα καθήκοντα στο λιμάνι είναι και ο έλεγχος και «το σενιάρισμα των κάβων».
Με τρισίλιο κατραμωμένο, δέναμε τα ξύλινα σκαλοπάτια της ανεμόσκαλας, στα δύο κατακόρυφα (τα περνούσαμε ανάμεσα στα έμπολα του σκοινιού και τα στερεώναμε με το τρισίλιο).
Θυμάμαι το λοστρόμο να λέει
«Με το τρισίλιο να φοράς γάντια. Άμα σου κάνει κάνα κόψιμο (συχνά όταν σφίγγεις σπάγκους με γυμνό χέρι, κόβεσαι από το καργάρισμα) είναι Θέ μου φύλαε»
Βλέποντας και το ραδίκι σγουρό παρατηρώ μιά γενικότερη παρομοίωση του μουνιού με σαλατικό...
Το σγουρό ραδίκι είναι η ποικιλία τού ήμερου = καλλιεργημένου ραδικιού με μακριά φύλλα πού στην άκρη σγουραίνουν. Αυτά στα μήδια είναι τά άγρια, πικρά ραδίκια.
Πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση μουνιού-μαρουλιού όπως φαίνεται απο το (ξεχασμένο) στιχάκι
«Της θείας σου ο μούναρος,
μαρούλι με το ξίδι...»
Τα μουνόχειλα να παραπέμπουν σε μαρουλόφυλλα (σγουρωπά και σαρκώδη;;) - Τότε που τα μαρούλια ήταν μαρούλια κι όχι «σαλάτες».
Κατα τον πάππου μου
«Κάτουρο χωρίς πορδή, σαν βιολί χωρίς χορδή»
Για το κατραμωμένο σκοινί βρήκα και αυτά
1.Καρδιά ή ψυχή του σχοινιού: Είναι η κεντρικά τοποθετημένη ομάδα ινών. Στα πλεκτά σχοινιά αποτελεί βασικό δομικό τους συστατικό. Στα συρματόσχοινα η καρδιά μπορεί να είναι από τρισίλιο ή από ατσάλι. Όταν είναι από τρισίλιο, είναι εμποτισμένη με γράσο για να λιπαίνει το συρματόσκοινο εσωτερικά ώστε οι ίνες να υπόκεινται σε μικρότερη φθορά τριβής, ενώ όταν είναι από ατσάλι καθιστά το συρματόσκοινο σκληρότερο, λιγότερο ευαίσθητο στις συστροφές και ανθεκτικότερο.
Τρισίλιο: Ο χοντρός σπάγκος που χρησιμοποιείται για φίμωση ή πατρονάρισμα της άκρης σχοινιού. Στην αγορά κυκλοφορεί με ή χωρίς κατράμι.
Περιφραστικά (και έμμετρα) λέγεται στη Χίο:
«Και το λιβάνι καρτερεί και το κερί απαντέχει»
Σλανγκικώς (μόνο), ναί. Αλλιώς δες τον άλλο ορισμό που είναι κυριολεκτικός και πότε ενας κινητήρας (πιό εμφανες σε μοτό) «πιάνει τις (ή μπαίνει στις) ροπές του».
Προ τριακονταετίας και βάλε το λέγαμε σαν ανέκδοτο για φεμινίστριες να λέει η μιά στην άλλη για κάποιον τύπο «Αυτουνού του πέταξα προχτές δυό μουνιά και τον ξέσκισα...»
Ρεκτιφιέ είναι η αύξηση της διαμέτρου των κυλίνδρων της μηχανής (με χρήση τόρνου) οπότε με αλλαγή των εμβόλων αυξάνει και ο κυβισμός της. Νομίζω οτι πιά δεν γίνεται. Από αυτό και η σλάνγκ χρήση του από τις μαστοράντζες.
Θα σου κάνω ρεκτιφιέ=Θα στο (στον) ανοίξω
«Πρώτο τραπέζι έτυχε ναύλος για το νότο» ...σε κωλόμπαρο
Γι αυτο τα αμερικανάκια άμα δούνε καμιά θεώρατη λένε «Oh, boy»;
Συνήθως (ιδώς παλιότερα) τα πριόνια ήταν δίχρονα λόγω μεγαλύτερης «αγριάδας», γεγονός που παράπεμπε περισσότερο σε αλυσοπρίονο τόσο ηχητικά όσο και οπτικοοσφρητικά (κάπνα, μυρωδιά).
googlαρε το rgel.crx και ίσως βρεις συσχετισμούς
Πάρα πολύ παλιά οι φαρμακοποιοί - οι σπετσέρηδες- έφτιαχναν τη συνταγή δλδ παρακεύαζαν το αναγραφόμενο στη ρετσέτα φάρμακο, δεν έπαιρναν από το ράφι το έτοιμο σκεύασμα. Πολλές συνταγές ήταν σε μορφή σκόνης όπου σε γουδί μικρό, πορσελάνινο ανακάτευαν το δραστικό συστατικό με το έκδοχο και μετα τύλιγαν τις δόσεις σε μικρά χαρτάκια διπλωμένα τα «σκονάκια» πού συχνά οι γυναίκες τα κουβαλούσαν κρυμμένα στον κόρφο τους για να μήν πέσουν, ανοίξουν, αλλά και για να τα χρησιμοποιήσουν εκτος οικίας κατα περίπτωση. Από κεί σκονάκι = η δόση της πρέζας αλλά και το μικρό διπλωμένο χαρτάκι κρυμμένο κάπου στο σώμα.