#1
dryhammer

in σκονάκι

Πάρα πολύ παλιά οι φαρμακοποιοί - οι σπετσέρηδες- έφτιαχναν τη συνταγή δλδ παρακεύαζαν το αναγραφόμενο στη ρετσέτα φάρμακο, δεν έπαιρναν από το ράφι το έτοιμο σκεύασμα. Πολλές συνταγές ήταν σε μορφή σκόνης όπου σε γουδί μικρό, πορσελάνινο ανακάτευαν το δραστικό συστατικό με το έκδοχο και μετα τύλιγαν τις δόσεις σε μικρά χαρτάκια διπλωμένα τα «σκονάκια» πού συχνά οι γυναίκες τα κουβαλούσαν κρυμμένα στον κόρφο τους για να μήν πέσουν, ανοίξουν, αλλά και για να τα χρησιμοποιήσουν εκτος οικίας κατα περίπτωση. Από κεί σκονάκι = η δόση της πρέζας αλλά και το μικρό διπλωμένο χαρτάκι κρυμμένο κάπου στο σώμα.

#2
dryhammer

in Σκομπία

Το εξής λίνκι δεν μου βγήκε αλλά από μπαρμπάδες είχα ακούσει οτι «το μαλλί του Σκόμπι είναι κόμποι-κόμποι» (περί απλυσιάς των Εγγλέζων λέγεται-λεγόταν- οτι «την λίγδα τήν βγάζεις από τη γραβάτα τους με το ξυράφι» - πέρα από την αντιπάθεια για τον συγκεκριμένο).

#3
dryhammer

in Σκίπης

Υποθέτω οτι το μήδι προέρχεται από μια παιδική σειρά των early 70s με την Σκίππυ το καγκουρώ.

#4
dryhammer

in σκίζω τη γάτα

ΟΙ ΓΑΤΟΦΙΛΟΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ.

Για το σκίσιμο της γάτας και την προέλευσή του (αντιγράφω από μνήμης - δεν βρίσκω και δέν θυμούμαι που το βρήκα γραμμένο) :
Τη γάτα άν την πιάσεις από το κεφάλι και την ουρά και την τεντώσεις απότομα, πεθαίνει γιατί σπάει η σπονδυλική της στήλη. Έχω δει να γίνεται από σκύλο με ένα απότομο τίναγμα.
Λέγεται λοιπόν (πιθανόν να είναι και αστικός μύθος) ότι κάποιοι «άντρες» για επιβεβαίωση του αντριλικιού τους και όλων όσων περιγράφονται στον ορισμό, όταν έμπαιναν στο σπίτι, έσκιζαν μια γάτα μπροστά στη γυναίκα (και την πεθερά) ως ένδειξη του «δε σηκώνω κουβέντα» κι έμεινε η παροιμιώδης έκφραση.

Υπόψη οτι ο γράφων είναι γατόφιλος (με τρεις γάτες μέσα στο σπίτι, η μια κουφή, η άλλη με νυκταλωπία) αλλά καποιος πρέπει να καθαρίσει τη χέστρα (με αποτροπιασμό και σπαραγμό ψυχής).

#5
dryhammer

in σκατοτάισμα

Αυτό το «μαγικό» τό είχα ακούσει κι εγώ. Οτι δλδ έβαζαν το δάχτυλο στον κώλο τους και μ΄αυτό ανακάτευαν τον καφέ γιά να «γ(ο)ητέψουν» τον γαμπρό.

#6
dryhammer

in σκαστός

«Έφαγα βραστά σκαστά κουκιά με τη βραστή σκαστή κουτάλα»
Γλωσσοδέτης από τά παιδικάτα μου

#7
dryhammer

in σιχτίρι, σιχτίρια

Ίσως τα σιχτίρια του fotjou να συγγενεύουν με το σιχτίρ πιλάφι ως τατελευταία (αυτό, και φεύγουμε)

#8
dryhammer

in σιχτίρ πιλάφι

Το σιχτίρ πιλάφι πιλάφι σερβιριζόταν σαν τελευταίο πιάτο για τον σκοπό που σωστά καθορίστηκε στο σχόλιο του 909. Η συνταγή που λινκάρει έιναι όπως το δοκίμασα περίπου το '86 από γυναίκα από τη Νιγρίτα (επαρχία Βισαλτίας Σερρών). Ο συνδυασμός ρυζιού καί τσιγαρισμένου φιδέ φέρνει βάρος στο στομάχι και στο κεφάλι νύστα, οπότε δεν είσαι για τίποτα καί πας γιά ύπνο, ιδίως άν έχει προηγηθεί κανονικό τσιμπούσι και ποτό

#9
dryhammer

in σερσέ λα φαμ

Άσχετο: Το “πυρ, γυνή και θάλασσα τα τρία κακά του κόσμου”, μου θύμισε το «μπύρα, γυμνοί και στη θάλασσα, τα τρία καλά του καλοκαιριού» της απολεσθείσης νεότητος.

#10
dryhammer

in σερίφης

Ξέχασες τον Μικρό Σερίφη (και μικρό καουμπόι) Τζίμ Άνταμς

#11
dryhammer

in σερέτης

Για το άσμα «Ο Αντώνης, ο βαρκάρης, ο σερέτης» τα λέει όλα εδώ http://www.kalyterotera.gr/2012/08/h_26.html

#12
dryhammer

in σέρβις

Με την τρίτη σημασία (τσεκάπ κλπ) λέμε και «περνάω ΚΤΕΟ»

#13
dryhammer

in σένιος

Το ασένιο στο βαπόρι το έχω ακούσει για τους κάβους, όταν είναι «στην εντέλεια» ούτε πολύ τεζαρισμένοι ούτε μπόσικοι (= ούτε πάρα πολύ τεντωμένοι με κίνδυνο να κοπούν, ούτε χαλαροί οπότε τό σκάφος «ανοίγει» από το ντόκο). Μέσα στα καθήκοντα στο λιμάνι είναι και ο έλεγχος και «το σενιάρισμα των κάβων».

#14
dryhammer

in κατραμόκωλος

Με τρισίλιο κατραμωμένο, δέναμε τα ξύλινα σκαλοπάτια της ανεμόσκαλας, στα δύο κατακόρυφα (τα περνούσαμε ανάμεσα στα έμπολα του σκοινιού και τα στερεώναμε με το τρισίλιο).
Θυμάμαι το λοστρόμο να λέει
«Με το τρισίλιο να φοράς γάντια. Άμα σου κάνει κάνα κόψιμο (συχνά όταν σφίγγεις σπάγκους με γυμνό χέρι, κόβεσαι από το καργάρισμα) είναι Θέ μου φύλαε»

#15
dryhammer

in χεσαμόλα

Όπερ και εγένετο

Βλέποντας και το ραδίκι σγουρό παρατηρώ μιά γενικότερη παρομοίωση του μουνιού με σαλατικό...

#17
dryhammer

in ραδίκι σγουρό

Το σγουρό ραδίκι είναι η ποικιλία τού ήμερου = καλλιεργημένου ραδικιού με μακριά φύλλα πού στην άκρη σγουραίνουν. Αυτά στα μήδια είναι τά άγρια, πικρά ραδίκια.

Πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση μουνιού-μαρουλιού όπως φαίνεται απο το (ξεχασμένο) στιχάκι
«Της θείας σου ο μούναρος,
μαρούλι με το ξίδι...»

Τα μουνόχειλα να παραπέμπουν σε μαρουλόφυλλα (σγουρωπά και σαρκώδη;;) - Τότε που τα μαρούλια ήταν μαρούλια κι όχι «σαλάτες».

Κατα τον πάππου μου
«Κάτουρο χωρίς πορδή, σαν βιολί χωρίς χορδή»

#20
dryhammer

in κατραμόκωλος

Για το κατραμωμένο σκοινί βρήκα και αυτά

1.Καρδιά ή ψυχή του σχοινιού: Είναι η κεντρικά τοποθετημένη ομάδα ινών. Στα πλεκτά σχοινιά αποτελεί βασικό δομικό τους συστατικό. Στα συρματόσχοινα η καρδιά μπορεί να είναι από τρισίλιο ή από ατσάλι. Όταν είναι από τρισίλιο, είναι εμποτισμένη με γράσο για να λιπαίνει το συρματόσκοινο εσωτερικά ώστε οι ίνες να υπόκεινται σε μικρότερη φθορά τριβής, ενώ όταν είναι από ατσάλι καθιστά το συρματόσκοινο σκληρότερο, λιγότερο ευαίσθητο στις συστροφές και ανθεκτικότερο.

Τρισίλιο: Ο χοντρός σπάγκος που χρησιμοποιείται για φίμωση ή πατρονάρισμα της άκρης σχοινιού. Στην αγορά κυκλοφορεί με ή χωρίς κατράμι.

#21
dryhammer

in σαβανοκαρτέρης

Περιφραστικά (και έμμετρα) λέγεται στη Χίο:
«Και το λιβάνι καρτερεί και το κερί απαντέχει»

#22
dryhammer

in ροπιάζω

Σλανγκικώς (μόνο), ναί. Αλλιώς δες τον άλλο ορισμό που είναι κυριολεκτικός και πότε ενας κινητήρας (πιό εμφανες σε μοτό) «πιάνει τις (ή μπαίνει στις) ροπές του».

#23
dryhammer

in ρίχνω δυο μουνιά

Προ τριακονταετίας και βάλε το λέγαμε σαν ανέκδοτο για φεμινίστριες να λέει η μιά στην άλλη για κάποιον τύπο «Αυτουνού του πέταξα προχτές δυό μουνιά και τον ξέσκισα...»

#24
dryhammer

in ρεκτιφιέ

Ρεκτιφιέ είναι η αύξηση της διαμέτρου των κυλίνδρων της μηχανής (με χρήση τόρνου) οπότε με αλλαγή των εμβόλων αυξάνει και ο κυβισμός της. Νομίζω οτι πιά δεν γίνεται. Από αυτό και η σλάνγκ χρήση του από τις μαστοράντζες.
Θα σου κάνω ρεκτιφιέ=Θα στο (στον) ανοίξω

#25
dryhammer

in ρεμίζα

Στο στρατό έτσι ονομάζαμε το πάρκινγκ των ΡΕΟ (δηλ. τον όρχο)

#26
dryhammer

in ράστα

κάνε τα μαλλιά σου ράστα
να μην πας σαν τον Κυράστα

«Πρώτο τραπέζι έτυχε ναύλος για το νότο» ...σε κωλόμπαρο

#28
dryhammer

in πρώτο μπόι

Γι αυτο τα αμερικανάκια άμα δούνε καμιά θεώρατη λένε «Oh, boy»;

#29
dryhammer

in πριόνι

Συνήθως (ιδώς παλιότερα) τα πριόνια ήταν δίχρονα λόγω μεγαλύτερης «αγριάδας», γεγονός που παράπεμπε περισσότερο σε αλυσοπρίονο τόσο ηχητικά όσο και οπτικοοσφρητικά (κάπνα, μυρωδιά).

#30
dryhammer

in πουτανόγαλο

googlαρε το rgel.crx και ίσως βρεις συσχετισμούς