#1
dryhammer

in όρμα τζακ

Btw στη γυναίκα μου αρέσουν οι σκύλοι, σ΄εμένα οι γάτες κι έτσι έχω 3 γάτες και 3 σκύλους

#2
dryhammer

in ξεροχύνω

χειροπρακτική ήθελα να πώ αλλά το χειροπαρακτική ταίριαξε καλύτερα. «Γλώττα λανθάνουσα, σλανγκικά λέγει» ... Σενέκας

#3
dryhammer

in όρμα τζακ

Κι άν ο καλύτερος φίλος είναι θηλυκός «Ίρμα, πάρτονε»

#4
dryhammer

in οριζόντια ή κάθετα

Πολύ παλιά (κάτι κάπου λέει κι Καββαδλιας) πείραζαν τους πρωτόμπαρκους (15 χρονοι οι πιό πολλοί - ειδικά όσους ήταν από κάνα χωριό) οτι οι Γιαπωνέζες τόχουν οριζόντιο. Κι όταν ο μικρός γούρλωνε συμπλήρωναν «Κι όταν ανεβαίνουν τη σκάλα κάνει μπρρρ (παίζοντας τα χείλη τους με το δάχτυλο)»

#5
dryhammer

in Ορέστης Μακρής

Ένσταση: τρελλό νιάτο = Τζανετάκος (ο Αλεξανδράκης = σοβαρόςλέμε τώρα ωραίος)

#6
dryhammer

in όπως είσαι

Έλα όπως είσαι, έλα όπως είσαι
μη μου χαλάς τα γούστα μου και τη φωτιά μου σβήσε
την κούρσα σου `χω αγκαζέ μ’ όλα τα μεγαλεία
θυμάρι θέλεις, κούκλα μου, ή μήπως παραλία;
έλα μάνα μου όπως είσαι, έλα όπως είσαι

Η νύχτα είναι δική μας, η νύχτα είναι δική μας
και πρέπει να γλεντήσουμε με όλη την ψυχή μας
στα κέφια πάνω κούκλα μου θα κάνουμε στραπάτσα
για γούστο θα το κάψουμε, λεφτά υπάρχουν μάτσα
έλα μάνα μου όπως είσαι, έλα όπως είσαι

Μες στην αγκαλιά σου, μες στην αγκαλιά σου
με ζάλισαν τα χάδια σου, με κάψαν τα φιλιά σου
όπου κι αν σε περπάτησα, φωνάξαν: μπράβο μάγκα
η κοπελάρα που γλεντάς πολλά αξίζει φράγκα
έλα μάνα μου όπως είσαι, έλα όπως είσαι

Στίχοι: Γεράσιμος Τσάκαλος
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης

Απο σλανγκο-θεία «Πολλά παλούκια πηδά κανείς, σ' ένα κάθεται»

Το πλήρες είναι (από τα παιδικάτα μου)
«Ο κώλος είναι κόλαση και το μουνί πηγάδι κι όποιος τον κώλο δε γαμεί στραβός πάει στον Άδη»

#9
dryhammer

in οπισθογεμής

Φροντιστής Φυσικός απο Κρήτη τόλεγε «πισόγιωμος»

#10
dryhammer

in όπα, ώπα

On the hop-hop I had you, jealous they were...

Παμπάλαια έκφραση από '80ς (που την άκουσα) και ίσως και παλιότερη

#12
dryhammer

in ομόρφυνες;

Υπήρχε και το παλαιομπαμπαδικό «Πάχυνες, ομόρφυνες, άρρωστος ήσουνα;»

Υπάρχει η λύση που την πρωτοείδα σε τουαλέτα μπάρ επί γερο-Πρίαμου. Ζωγραφίζεις μιά μύγα στά όρια του νερού της λεκάνης. Όλοι ασυναίσθητα τη σημαδεύουν (όχι μόνο οι μεθυσμένοι).

Παλιά (μέχρι το τέλος των '70ς) το τσιγάρο των οικοδόμων (στη Χίο τουλάχιστον) ήταν το 22 αντινικοτ στο μπλε μαλακό πακέτο. Τοτε που φορούσαν μαντήλι με κόμπο μπρος πίσω στο κεφάλι.
Αξιοσημείωτες μάρκες «Ρήγας», «Πρώτον», «Ρεκορ», «Σέρτικο Αγρινίου(όπως στο μήδι)» και «Σέρτικο Λαμίας» κ. ά. π.
Σώζονται πολλά στο έργο «Ιστορία του Ελληνικού τσιγάρου»

#15
dryhammer

in ξυλοπνευματίαση

@ Gal: Τον καιρό μου μας μάθαιναν ότι το μπλέ είναι μετουσιωμένη μεθανόλη. Τώρα που μ΄έβαλες και τό ξανάψαξα είδα οτι όντως είναι αιθανόλη μέ χρώμα και πετρέλαιο. Μάλλον υπάρχει θέμα νομοθεσίας για να μη δουλευεται καθόλου μεθανόλη στο εμπόριο. Επιπλέον όταν χρειάστηκε μεθανόλη για μετουσίωση οινοπνεύματος στην παραγωγή οργανικών καλλυντικών, οι εμποροι κλπ αλκοόλης δεν είχαν και παραγγέλθηκε από εισαγωγέα χημικών σε φιάλες του 1 λίτρου.

@ Deino: Ένα τέτοιο τρόπο χρησιμοποιούσαν οι τελειωμένοι επί Μεταξά στο στρατό για να καθαρίζουν το βάμμα ιωδίου από το ιώδιο και να πίνουν το οινόπνευμα που ήταν και καθαρό, στη λογική οτι το άμυλο κατακρατεί το ιώδιο (και βαφεται μωβ). Επίσης με πατάτα για φίλτρο. (Ο πατέρας μου υπηρέτησε '36- '39 σε λόχο ανεπιθύμητων όπου ο Μεταξάς έστελνε φαντάρους ποινικούς, ρεμπέτες και άλλους. Εκεί είχε δει την πατέντα αυτή. Btw οι 9 στους 10 πέθαναν στην Αλβανία γιατί δεν άντεξαν τις συνθήκες)

«Πουτάνας κώλος δε γερνά κι άμα γεράσει κλάνει» παροιμία

Στη Χίο υπάρχει κι ένα χωριό ονόματι Βαβύλοι και δίπλα του ένας χείμαρρος. Kαποιος φίλος όταν πήγε να μείνει εκεί έδινε διεύθυνση «By the rivers of Babylon»

Ήξερα πως «ο χωριάτης θέλει ενάμιση χωριάτη» αλλά μάλλον η χωριατιά (άσχετα αν ο φορέας της είναι κάτοικος της πόλης ή χωρικός) αυξήθηκε από τότε.

«Εμείς στο σπίτι τις μοιραζόμαστε τις δουλειές. Εγω καθαρίζω τα κρεμμύδια κι εκείνος κλαίει»

#20
dryhammer

in ο γιoς του Χ

Ο ' Ρέστης;

Στα 70-80ς λεγόταν με αποδέκτη γενειοφόρο διαιτητή και το «Νάτος, νάτος ο πούστης ο μουσάτος». Το πρωτάκουσα στο πόλο.

#22
dryhammer

in ξυλοπνευματίαση

Το ξυλόπνευμα βγαίνει (και) από το ξύλο και είναι (χημικά) η μεθανόλη, που με προσθήκη χρώματος και αρώματος για να ξεχωρίζει και να μην πίνεται, γίνεται το γνωστό μπλέ φωτιστικό οινόπνευμα. Το πόσιμο οινόπνευμα που ξέρουμε είναι η αιθανόλη. (Για να μήν το κουράζω με χημεία όποιος θέλει παραπάνω τα βρίσκει) Καθαρή αιθανόλη 95% έχουν και τα σουπερμάρκετ, το «άσπρο» οινόπνευμα, που επειδή μπορεί να πιωθεί, φορολογείται σαν ποτό και γι αυτό και η τιμή του.
Μεθανόλη μπορεί να προκύψει και φυσικά καθώς στα διάφορα τσιπουρα, ρακές, σούμες, κλπ ζυμώνωνται και ξυλώδη τμήματα του «φρούτου» (τσάμπουρα, φλοιοί, άνάλογα) από τα οποία προκύπτει και μεθανόλη. Το ποσοστο είναι μικρό. Εκεί που φαίνεται άν έχει παραπάνω (χωρίς να μιλάμε για νοθεία) είναι στο μεθύσι του κάθε ποτού, αν δηλαδή θα γίνεις ωραίος ή αν θα «χεστείς απάνω σου». Αν το ποτό του μπαρμπα-τέτοιου σε φέρει σε σημείο «να πάθεις το θάνατο της αλεπούς» (δεν λέμε με ένα δυό ποτηράκια) τότε έχει παραπάνω μεθανόλη.

«- Δυνατό φαίνεται. Τί είναι;
- Άστο. Τέτοιο πίνουν οι χωριάτες και μετά γαμάν τις κόρες τους»

Το διαλυτικό του blanco ήταν τριχλωροαιθάνιο (ξαδερφάκι εξ αίματος του χλωροφόρμιου)

#24
dryhammer

in ξου

Παιδάκια το λέγαμε και «ξουξού» αλλά και «ξουξούδια»

#25
dryhammer

in ξιφίας

Ξιφία στο ΠΝ λέγανε (κάτι φίλοι που υπηρέτησαν στο ναυτικό σε πλοία τα '80ς) την πλωτή περιπολία στο Αιγαίο. «Θα σας ξαναδώ του χρόνου. Φεύγομε για 30 μέρες Ξιφία» Άν προέρχεται από κατι σαν «πάμε για ψάρεμα ξιφία» δεν το ξέρω.

#26
dryhammer

in ξιταφάω

Μήπως (εικάζω) από τό ξε-ταφάω =κάτι σαν ξεθάβω, δηλ. βρωμάω σαν ψοφίμι;

#27
dryhammer

in ξινίχλας

Το ξέρω ξινίθρα.

#28
dryhammer

in ξινά

χαλάει και τα μπροστινά δόντια...

#29
dryhammer

in ξήγα

Ξήγα επίσης στη ναρκοσλανγκ και η σχέση τιμής προς ποσότητα (ενίοτε και ποιότητα) του αγοραζόμενου ναρκωτικού.
«Σκατά ξήγες κάνει ο Μάκης. Είκοσι ευρώ για τρία τσιγάρα, ρε μαλάκα»
«-Για να το δώ, το δεκάρικο που σούδωσε. (το βλέπει και το εκτιμά με το χέρι και το μάτι) - Καλή ξήγα. Άμα λέει κιόλας, έφυγες να πάρεις κι άλλο»

#30
dryhammer

in ξετσίπωτη

Μου θύμισε διήγηση της γιαγιάς μου για τίς χανούμισες στη Σμύρνη, που όταν τις έπιανε κατούρημα, ανέβαζαν το φερετζέ, να κρυφτεί τελείως το πρόσωπο, και τα κατέβαζαν σχεδόν εν μέση οδώ να κατουρήσουν. Δεν τις ενδιέφερε το τί θα φαίνονταν αλλά να μή φανεί ποιανής ήταν. Κάτι σαν τα nicknames.