[η μικρή [λακρίμω][1] κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουνε οι φιλανάδες της...][2]
Είχαμε κατι γλαστρίτσες στην αυλή (συνήθως τενεκέδες απο βούτυρο επαγγελματικο) με μικρές καυτερές χρωματιστές πιπεριές (οι μωβ καίγανε πιό πολύ) που μου τις έτριβαν στα χείλια όταν έλεγα κακές λέξεις. Αποτέλεσμα: αφεένα να τρώω τις πιπεριές και τα καυτερά από μικρός και αφεδύο να βρεθώ στο slanggr λόγω λεξιλογίου.
@ χτήνος: πιό πολύ καίνε οι καυτερές πιπεριές που έχουν δίπλα στά αλατοπίπερα πάνω στο τραπεζάκι (και καίνε δυό φορές- μιά στό έμπα και μιά στό έβγα το άλλο πρωί που κολλάει το φλουδάκι)
παρεμπτίπτουσλυ, πολλά μπαχαρικά είναι ελαφρά παραισθησιογόνα, (μοσχοκάρυδο, άνηθο, κ.ά.π.) οπότε άν αντέξεις την πόσότητα που απαιτείται "την ακούς" κανονικά, αλλά συνήθως είναι σκατοακούσματα (φρίκες, εμετοί, χάλια, κακό ξενέρωμα κλπ κλπ)
η βίκη λέει οτι η λέξη είναι η παθ. μετοχή του enschilar που το εξηγεί ως "βάζω τσίλι κάπου" (σε φαγητό προφ.) οπότε συνάγω οτι το σλανγκομεξικάνικο βγήκε από τίς παρενέργεις του τσίλι-ovedose σάν να λέμε chili-αρίστηκα (γι αυτό είπα δες την ετυμολογία)
Το άσχετο (;) σχόλιο (συντομευμένο γιατι βαριέμαι το γράψιμο):
Φίλη, μου διηγόταν για μια εκδρομή της σε νησάκι των Κυκλάδων, κάποιο πολύ παλιό καλοκαίρι όπου στην παραλία την έπιασε κόψιμο μέρα μεσημέρι, απο 'κείνα που περιγράφει ο ορισμός. Με τα πολλά βλέπει ένα σπιτάκι κοντά στην παραλία, φτάνει με σοκ και δέος και κρύο ιδρώτα ως εκεί, χτυπάει, τήν βλέπουν την λυπούνται, της δείχνουν την τουαλέτα, μπαίνει, κάθεται, κλείνει τα μάτια και ...αααχχχ!!! κι όταν τα ανοίγει βλέπει μπροστά της ...τη λεκάνη. Πάνω στη φούρια είχε καθήσει στο μπιντέ!
Μια τσαπέλα μπράβο!
(τσαπέλα=αρμαθιά σύκων-κυρίως)
Στη Χίο τα αρσενικά σύκα λέγονται (ε)ρινοί (ίδια ρίζα με τους ορνούς) και όσα δεν χρησιμοποιούνται στη γονιμοποίηση γίνονται γλυκό (το γνωστό συκαλάκι).
Τα αποξηραμένα ανοίγονται φυλλάδα, τους βάζουν μέσα ένα αμύγδαλο κι ένα φύλλο δάφνη, σουσάμι, τα κολλάνε μεταξύ τους τα φουρνίζουν και γίνται οι παστελαριές (μεζές για σούμα μαζί με σπιτικό στραγάλι-αρπαγμένο λιγάκι- και σταφίδα).
Η ποικιλία των μικρούλικων σύκων αφήνεται να ωριμάσει καλά και γίνεται μετά από ζύμωση και απόσταξη σούμα (η Χιώτικη ρακή)
Τί διάολο μετά από 26+ χιλιάδες ορισμούς και τα μισά από τα βασικά λείπουν...
Τό θυμάμαι στα '70ς από κάποιους φίλους του πατέρα μου και είχα από τότε να το ακούσω...
νοηματικά μου θυμίζει τον μαμαδισμό (και παιδικό συναγωνισμο) του "οπου κατουρήσει πιό μακριά" (σε ηλικίες που το μεγαλύτερο μήκος μόνο σ' αυτό χρησίμευε)
κάτι σαν "έχει ωραίο avatar";
Μια μονάδα μέτρησης που έλειπε από τα μέτρα και σταθμά του σάητος. Εύγε!
Το χεσαριό τό έχω ακούσει και χεζουριό (εκ του χέζω σκέτου, ή χέζω + ουρώ άραγες και σίγουρα σκυλοβρωμάει)
Όχι! Άλλωστε τα δυό νησιά έχουν έντονες γλωσσικές διαφορές (καί σε λέξεις καί -ιδίως-σε προφορά) με περισσότερο κοινά τα προσφυγικά γλωσσικά ιδιώματα.
Οπότε εξηγείται και το μπουλασιλίκι (=οργή, θυμός) του άσματος και φυσικά ο δικός μου ορισμός στο συναχωμένος είναι όλως διόλου άσχετος και αυθαίρετος.
στη Χίο το νοματαίοι γίνεται (α-)νομάτοι πιό κοντά στην έννοια του ανώνυμου ατόμου
Χωρίς να θέλω να μειώσω την προσφορά των παιδιών-τουναντίον, στη χώρα της διεκπεραίωσης, ό,τι δεν είναι στο γόνατο αξίζει επαίνου, ακόμα (ή ιδίως) και τα αυτονόητα.
dryhammer
in λακρίμω