Το «κόλλα το» το ξέρω όπως ακριβώς το ορίζει ο παραπάνω baznr. Μάλιστα υπήρχε κι ένα πολύ παλιότερο τυπικό, όπου οι συμφωνούντες έψαυςν πρώτα ό ένας τον βραχίονα του άλλου (και καλά για για να βεβαιωθούν οτι δεν κρύβει μαχαίρι στο μανίκι του) και κατόπιν « ε, κόλλα το».
Οι Τούρκοι την χειραψία (συνήθως του καλωσορίσματος) την κάνουν και με τα δυό χέρια, κλείνοντας με το ελεύθερο την παλάμη του άλλου που είναι στη χειραψία. Το «τέικ φάιβ» (που έγινε «κόλλα πέντε») άμα το ακούω σκέφτομαι μούτζα.
Όπως κι οι ΠΑΟΚτσήδες για να επανέλθουμε
Ωριγένης, ο ιδρυτής
Σύμφωνα με τους παππούδες μου, η πρόγιαγιά μου ήθελε παθαίνοντας να πάει στην κόλαση, γιατί εκεί θα 'ταν όλοι οι γλεντζέδες, οι αστείοι, οι καλλιτέχνες, ενω στον παράδεισο μόνο τίποτα καλόγεροι και μωρά. Πέθανε στα 105 της στην κατοχή από τροχαίο (την χτύπησε γκαζοζέν στην Κοκκινιά)
Κολαούζος στην ναυτοσλάνγκ και το ψάρι-πιλότος του καρχαρία
Υπήρχε κι ένα σήριαλ των '70ς στην ΥΕΝΕΔ «Η κοκορόμυαλη» με την Κατερίνα Γιουλάκη...
Και το παλαιό «Μάμ, κακά και νάνι, τσουτσούνι και σεργιάνι» τα αγαθά της ζωής... Μετά έπιασα δουλειά, τώρα «αστα, γάμα τα»
Θα κλικάρω, θα κλικάρω
τα αρχεία να σου πάρω
Ο κλικαδόρος, ΑΚΑ haker, άσμα ιντερνετικής κατοχής
Το κλικ σαν όρος στρατιωτικός προήλθε από τα αλήστου μνήμης τυφέκια Μ1 (πριν πάρει ο στρατος τα G3), αμερικανικής (νομίζω) κατασκευής όπου για την ρύθμιση της σκόπευσης σε ύψος, δεξιά-αριστερά υπήρχαν κάποια στρογγυλά ρυθμιστικά με δοντάκι (βαθμωτος ρυθμιστής) αλλά χωρίς βαθμολόγηση (αριθμούς) πάνω τους. Σκόπευαν (με σταθεροποιημένο το όπλο) το κέντρο του στόχου, πυροβολούσαν και ανάλογα την απόκλιση διόρθωναν με ένα-δύο κλικ, ξαναρίχναν, ξαναδιόρθωναν, μέχρι να γίνει ευθύβολο. Μια μορφή καλιμπραρίσματος δλδ.
Αυτα τα έμαθα όταν στο στρατό (που είχαμε G3) μας είπε κάποιος μπαρμπα-καραβανάς για κλικ στο όπλο, και όταν θυμήθηκε οτι το Μ1 έχει καταργηθεί μας εξήγησε τι εστί κλικ.
Υπάρχει και το μουρμούρικο δίστιχο που κρατά από τα τέλη του 19ου αι. «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ' αρχίδια»
Ακόμη το «Σε γαμώ και κλάνεις / και παιδιά δεν κάνεις» το έχω ακούσει «μεταφρασμένο» εις την αγγλικήν : « I fuck you and prout, and children kapout»
Στιχάκια περί πουστοσύνης του Σωκράτη ακούω από τα σχολικά μου χρόνια και υπήρχαν ακόμα παλαιότερα.
Οσο για το «στο μουνί μου» τά χρόνια εκείνα έπαιζε το πιό εξευγενισμένο «εις το βάθος μου»
Είναι αμερικάνιά όντως. Είναι η κλασική πια απάντηση σε ορυμαγδό ύβρεων και χαρακτηρισμών «I love you too...»
Το '82 όταν πήγα να γραφτώ στο ΑΠΘ είδα εκεί στον τοίχο φάτσα στις γραμματείες το «ΠΑΟΚ με τα μυαλά στα κάγκελα και τ' άντερα στα χέρια»
Χρυσά ρουθούνια είχε βάλει ήδη από τα early '80s ο Τζιοβάνι Ανιέλι της FIAT κλπ κλπ γιατι τα 'χε κάψει και κάπως έτσι τον έλεγαν στα Ιταλικά εκτός από δικηγόρο, αλλά τα Ιταλικά μου ειναι γτπ
Και η απάντηση:
- Σβελτάνα κεράσει πουτί;
Το ΚΔΟΑ το πρωτοβρήκα στις αρχες των '80ς στο «Ταχυδράματα y otros historias periergos» του Πάνου Κουτρουμπούση όπου έλεγε και για την μετεξέλιξή του σε ΚΔΩΑ λόγω του αξανόμενου όγκου της άγνοιας και θεωρούσα οτι είναι δικό του, αλλά ίσως κρατά από παλιότερα ('60ς)
Αυτό το τραγουδάκι το ξέρω για την 1η Μάρτη που χτυπούσαν κάτι μπρούτζινα γδάκια στην εξώπορτα του σπιτιού και τραγουδούσαν «Όξω ψύλλοι και κοριοί, μεσα Μάρτης και Λαμπρή». Τό έθιμο εξαφανίστηκε στα '80ς
Θυμήθηκα το πανάρχαιο:
Δάσκαλος στα '30ς μαθαίνει στα παιδιά του χωριού την γαλή
- Γου και ά, γά. Λου και ή, λή. Όλο μαζί;
- ΚΑΤΣΟΥΛΙ!!
Σε τούρκικες διαφημίσεις όταν μαζί με πχ. εφημερίδα προσφέρεται λεξικό αποκαλείται kaçırma / kaçırmasi με την έννοια του δώρου / δωρεάν. Αλλά η γιαγιά μου έλεγε κατσιρμά και το κλεμμένο και το λαθραίο, όπως ο ορισμός.
Στα Χιώτικα λέγεται κατσιποδιάρης και η ιδιότητα (αλλά και κάθε πράξη που επισύρει κακοτυχία) κατσιποδιά
Το «κάτσε καλα Γεράσιμε» τραγουδιέται κατα το «Μή σταματάς Δικέφαλε...»
Επειδή τα μέτρα των ποτών κρατάνε σε χρήση πάνω από αιώνα, μέχρι και τα μέσα των '80ς χρησιμοποιούσαμε υποδιαιρέσεις της τουρκικής οκάς (που καταργήθηκε το '52 αλλά κάτι συνταγές γιαγιάδων είναι σε οκάδες και δράμια).
Με την ένταξη στην (τότε ΕΟΚ) υιοθετήθηκε το μετρικό σύστημα
1 οκά = 1280 γρμ = 400 δράμια
1 δράμι = 3,2 γρμ
Έτσι το καραφάκι λεγόταν πενηνταράκι δηλ. 50 δράμια = 160 γρμ= τρία ποτηράκια κρασί ή στα νησιά ούζο. Μετα έγινε 200 ml= 4 μεζούρες
Στη Θεσσαλία πρόλαβα και εικοσιπενταράκια για τσίπουρο.
Μετα ερχόταν το κατοσταράκι ή κατοστάρι = 100 δράμια = 320 γρμ δηλ. ένα τέταρτο της οκάς (κάρτο ή καρτούτσο).
Κατόπιν το μισοκάρικο, μισή οκά = 200 δράμια = 640 γρμ που ήταν σε χρήση για εμφιάλωση ούζου μέχρι την αλλαγή οπότε έγινε 700 ml = 70 cl.
Χύμα ούζο μου γέμιζαν σε μπουκάλι γυάλινο της cocacola του λίτρου που το λογάριαζαν χοντρικά σε 300 δράμια = 980 γρμ και το λέγανε τρακοσάρι.
Οκάδικο (ή οκαδιάρικο) μπουκάλι δεν έχω πετύχει.
Κατι παλιά μπουκάλια πράσινα για λάδι ήταν πεντόκαρτα = 5 κάρτα = 5/4 οκάς = 1600 γρμ (και σε παλιές συσκευασίες κρασιού εποχής Δεμέστιχα).
'Ολα τα βάρη αφορούν νερό όπου 1 ml = 1 γρμ. Στα υπόλοιπα λέγανε για δράμια κλπ αλλά πουλούσαν όγκο (ml)
αφού μαστροέλεκτρον είσαι πατριώτης, σου θυμίζω την εξήγηση του πάλαι ποτέ λυκειάρχη Blackgeorge, για το κατουμύζω από το κάτω ομμύω = κοιτάζω προς τα κάτω από το ανεξέλεγκτο πέσιμο-κλέισιμο των ματιών από τη νύστα
στη Χίο το λέγαμε κατινός, που σημαίνει αυτός που έιναι από κάτω, στον κάτω όροφο, ή κάτω στό χώμα (κατινά πορτοκάλια αυτά πού έπεσαν από το δέντρο- αποκατινά)
Με την πρώτη έννοια παράγεται και ο καρφωτής = χαφιές, ρουφιάνος, σπιούνος, προδότης κλπ που το χρησιμοποιούσε η παλιά αριστερά (να παραπέμπει ασυνείδητα και σ΄αυτούς που καρφώσαν το Χριστό άρα ... )
Με τη δεύτερη έννοια τις καρφωτές ταχύτητες τις λέγαν και μπηχτές
@ ιρον: Όταν είναι ζεστό το τηγάνι (όχι καυτό), στίβεις λίγο λεμόνι (άμα θες αλατίζεις κιόλας) και τα μαζεύει μιά χαρά το ψωμάκι. Καλός κρασομεζές. Επίσης στα κομμάτια χοιρινού καθαρίζεις τό λιπος (+ πέτσα) «κλέβοντας» και ίχνη κρέατος και τα πετάς στο τηγάνι με αλάτι. Σερβίρονται στο τηγάνι που μετά δεν θέλει πλύσιμο... αστράφτει
Παλιότερα, στα '70ς ορισμένοι σινεμάδες έπαιζαν «2-έργα-2», ένα καράτε και ένα σέξ, εναλλάξ.
« Έχω μια καρα(μ)πιστόλα με τα σύνεργά της όλα έχει μπρούτζο, έχει ατσάλι κι ένα μελανί κεφάλι»
έψαυςν = έψαυαν