Γειά σου σφυ ανεξάντλητε!
Νομίζω πως θα γίνει κι αυτό λήμμα ποταμός όπως και το δικό σου.
Μόλις θυμήθηκα και τους "περιβαντολόγους" (αυτοί πρέπει να μιλάνε για το "περιβάντο").
Τα τσατάλια είναι τα πηρούνια απο το τουρκικό çatal. Στην Κύθνο δεν τη χρησιμοποιούσαν. Τώρα βέβαια λένε το, πανελλαδικά γνωστό, "γίνανε τα νεύρα μου τσατάλια".
Βέβαια εγώ είχα ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο (1893-1974) πως "έκανε τα πανιά τσατάλια" όταν ταξίδευε "στα πρύμα", δηλαδή, όταν ουριοδρομούσε, έστρεφε το ένα πανί πλάγια προς τη μιά μεριά του σκάφους και το άλλο προς την αντίθετη, ώστε νά'ρθουν σχεδόν κάθετα ως προς τον άξονα του σκάφους. Κατ' αυτόν τον τρόπο "έπιαναν" περισσότερο αέρα (μιλάμε για δικάταρτα καϊκια με ιστιοφορία μπρατσέρας, όπου τα πανιά, κανονικά, ήταν διατεταγμένα παράλληλα με τον άξονα του σκάφους).
Προσωπικά αυτό το θεωρώ "ναυτικό όρο" και όχι μέρος της Θερμιώτικης ντοπιολαλιάς.
Έχω διαβάσει (δε θυμάμαι πού) και το μπουραντάδες. Αν το ξέρει κάποιος ας δώσει περισσότερα στοιχεία.
Καλώς ώρισες!
Το σάη έχει μπερεκέτια! Ποντιακά, Τούρκικα, Περσικά κι Αραβικά!
Ττην Κύθνο η "γούλα" σημαίνει λαιμός (εξ ου και η γουλιά που πίνουμε).
Κόλλησε η μπουκιά στη γούλα μου και πήα να πνιώ
Συνεκδοχικά όμως, σημαίνει και τη λαιμαργία.
Ου να χαθείς γουλούζη! Μπουκιά δε μ' άφησες, μονάχα τη γούλα σου κοιτάς!
Μη υπαρχούσης πιό σχετικής ετικέτας το κατέταξα στα "γλωσσικά".
Ερώτηση: Θα μπορούσε να γίνει ετικέτα "μαργαριτάρια" ή θα δημιουργούσε μπέρδεμα με το παρόν λήμμα;
Δε χρειάζεται να ξαναμπαρκάρης, αγαπητέ Ξεροσφύρη. Πιστεύω πως έχεις "αποθησαυρίσει" μπόλικες ναυτικές εκφράσεις γιά να ξεκινήσουμε το λήμμα. Σου στέλνω (με προσωπικό μήνυμα) μιά συντομη συλλογή από το πρόχειρο, για σχολιασμό και διόρθωση (όπου χρειάζεται). Αυτό είναι το "ορεκτικό". Πιστεύω πως μπορούμε να μαζέψουμε αρκετά.
Πολύ ωραίο!
Στην Κύθνο σκουρδουλιά (αλλά και ασκέλα) λένε τον ασφόδελο (Asphodelus sp.), φυτό που κατά την αρχαιότητα συμβόλιζε τον κάτω κόσμο, ενώ ακόμα και σήμερα οι βολβοί από τις ρίζες του (οι γνωστές "κρεμμύδες") πουλιούνται για πρωτοχρονιάτικο "γούρι" στις λαϊκές αγορές της Αθήνας.
Επίσης παρατήρησα ότι χρησιμοποιείς τη λέξη "γουλόζοι" γιά τους "αχόρταγους". Στην Κύθνο τον αχόρταγο τον λέμε "γλούζη" ή "γουλούζη" από το ιταλικό ogoloso: άπληστος (ισπανικά: goloso)
Το τελευταίο (γι' απόψε, εντάξει;) σχόλιό σου, μού'δωσε μιά ιδέα: Ένα συνεργατικό λήμμα με ναυτικούς όρους. Κι ας λέει ο Χαν πως η λαμαριννίαση δεν θα περάσει!
!Hasta mañana!
Ξεροσφύρη, είχες δεν είχες, μας ταξίδεψες!
Μιάς και είσαι σπίτι, δε μας γράφεις κι άλλα τέτοια;
Κανονικά θά 'πρεπε να γράφει (στην κάτω δεξιά γωνία) :
ΔΙΑ ΧΕΙΡΟC ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΜΗΤCΟΥ) ΜΠΗCH
Αρχοντικόν λήμμα!
ΦΩC ΙΛΑΡΟΝ Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗCIC ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΗCIOY!
Το κάνω τόκα στα καθ'ημάς, κττμγ, προέρχεται από το ιταλικό toccare : αγγίζω. Προς επίρρωσιν, υπάρχει και το ισπανικό tocar : (επίσης) αγγίζω καθώς και η έκφραση (στα ισπανικά) toca madera, που σημαίνει ό,τι ακριβώς και η δική μας "χτύπα ξύλο".
Η έκφραση "να κάμω τώκ (ρωμέικα)", που λέει ο "Αμερικάνος" του Παπαδιαμάντη (στο απόσπασμα πoυ παρατίθεται) εννοεί σαφώς "να κάνω κουβέντα ( στα Ελληνικά)". Οι υπόλοιποι προφανώς το μπερδεύουν με το "να κάνω τόκα" δηλ. "να κάνω χειραψία", μέχρι που ο ίδιος ο Αμερικάνος ξεκαθαρίζει, πως η δική του "τώκ" σήμαινε "κονβερτσατσιόνε". Πρέπει να σημειώσουμε πώς ο Παπαδιαμάντης (ο οποίος, σημειωτέον, είχε μάθει, μόνος του, πολύ καλά Αγγλικά και έκανε πολλες μεταφράσεις) σαφώς διαχωρίζει τις δύο λέξεις με την ορθογραφία που χρησιμοποιεί, γράφοντας το μεν "τόκα" (toca) με όμικρον, το δε "τωκ" (talk) με ωμέγα, αποδίδοντας παράλληλα με ακρίβεια την προφορά του μακρού "ω" στο talk. Με αυτή την ευκαιρία θέλω να τονίσω, πόσο "φτωχαίνει" η απόδοση κάποιων ξένων λέξεων στα ελληνικά με τη χρήση μόνο τεσσάρων φωνηέντων:α,ε,ι,ο. Πολλές φορές οδηγεί σε παρανοήσεις κάνοντας πολύ δύσκολη την αναγνώριση της προέλευσης της λέξης που αποδίδεται στα ελληνικά. (π.χ. τικ αγγλ. tick,αλλά και teak, που παλιά γραφόταν τηκ, πικ/pick και πηκ/peak)
Κάτι που επίσης συνηγορεί στην "λατινογενή" (ιταλικό toccare/ισπανικό tocar) προέλευση της λέξης, είναι και η έκφραση "τόκα τα ποτήρια" που σημαίνει "τσουγκρίστε (ακουμπίστε) τα ποτήρια", που την έχω ακούσει παλιότερα και, άν θυμάμαι καλά, πρέπει να υπάρχει και σε κάποιο από τα "πλακιώτικα" τραγούδια του κρασιού : "... τόκα τα ποτήρια κι άντε πάλι απ' την αρχή."
Νομίζω ότι αυτή η διατύπωση είναι σωστή με την έννοια, γαρμπώ: έχω γάρμπος, δεν είμαι άγαρμπος. Όπως και να το κάνουμε και ανεξαρτήτως μουσικών φρονημάτων η εν λόγω έχει ένα "γάρμπος": Καίτοι/η ψηλή δεν είναι ά-γαρμπη.
Μετά από πιό καλό ψάξιμο (στους ορισμούς, όχι στα λήμματα) βρήκα πως υπάρχει σε παλιότερο ορισμό του Χότζα (στυλιανοπούλου) απ' όπου κουπαστάρω το σχετικό απόσπασμα:
"Έτσι, ακόμα και τα μαγκάκια, που σέρνονταν από τμήμα σε δικαστήριο και τανάπαλιν, ψαρεύανε δώθε-κείθε τις ελληνικούρες του επισήμου Κράτους και μετά λέγανε τα δικά τους, π.χ. η αναγκαιότη, εφτακούνητο (αυτοκίνητο), τα πετριπαράδοτα, ένεκα λόγοι τιμής (δικαιολογία συνήθως κατόπιν ξυλοδαρμού-μαχαιρώματος αντιπάλου ή ξουρίσματος-μαδήματος αδελφής), ο πάσα ένας, περιδιαγραμμάτου, προσωπιδοφόρο επάγγελμα κλπ."
Επίσης θυμήθηκα το σύνθημα "Η ΚΥΡΙΑ ΚΑΙΤΗ ΖΕΙ" με υπογραφή Κ σε κύκλο (όπως το Α των αναρχικών) που εμφανίστηκε στους τοίχους, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η κυρία Καίτη, ιδιοκτήτρια του ομώνυμου γραφείου ιδιωτικών ντετέκτιβ, είχε βρεθεί δολοφονημένη και είχε γίνει αρκετός ντόρος στις εφημερίδες. Λίγο μετά εμφανίστηκαν τα συνθήματα στους τοίχους, προφανώς από κάποιους πλακατζήδες, που ήθελαν να σατιρίσουν την "υπερπολιτικοποίηση" της εποχής εκείνης. Ήταν οι λεγόμενοι "Καιτιστές".
Νά'σαι καλά για την πληροφορία και περαστικά για το χέρι.
Να προσθέσω το "Καίτη, Καίτη εν ειρήνη" του Αυλωνίτη από το "Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο"
Θαυμάσιο! (Εστω και καθηστερημένα)
Θυμήθηκα μια συνέντευξη του Καββαδία (το χαβά μου εγώ) σε κάποιο περιοδικό (κάπου έχω το απόκομμα). Έλεγε πως μπορούσε να γνωρίσει την εθνικότητα μιάς γυναίκας από τη μυρωδιά της και μάλιστα είχε βάλει και στοίχημα γι' αυτό. Περισσότερα όταν (και αν το βρώ).
Λέγε-λέγε (γράψε-γράψε) το κοπέλλι (λέμε τώρα) κάνει την κυρά να θέλει! (τι να κάνει; το συνήθισε)
Είσαι και μαρτυριάρης, Δεινόσα!
кооптация. (σ.σ.δεν ξέρω ρώσσικα).
Ο γούγλης τη μεταφράζει co-optation, η Βικυ σε cooptation : commandeering : ...3. To take arbitrarily or by force, δηλ. ό,τι λέει ο παρασυντάκτης.
Λογικό είναι αυτά να μην λένε κάτι στις νεώτερες γενιές. Την "υπερπολιτικοποίηση" (κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο) της εποχής εκείνης,ακολούθησαν τα μετέπειτα εκφυλιστικά φαινόμενα της πολιτικής, που δεν είναι του παρόντος "χώρου" για να τ' αναλύσουμε. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταγράψουμε αυτή την ορολογία, επειδή είναι μερος ενός ιδιαιτέρου γλωσσικού ιδιώματος, δηλ. είναι slang (έστω παρωχημένη).
Κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι, πως οι λέξεις αυτές είχαν αυτονομηθεί εννοιολογικά και δεν εξέφραζαν το κυριολεκτικό τους νόημα, αλλά κάτι διαφορετικό, ανάλογα ποιός τις χρησιμοποιούσε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο όρος "ρεβιζιονιστές"/"αναθεωρητές". Οι δυό αυτές λέξεις εκφράζουν την ίδια ακριβώς έννοια, για την ακρίβεια η δεύτερη είναι η ελληνική μετάφραση της πρώτης. Την εποχή εκείνη, αν άκουγες κάποιον ν' αποκαλεί κάποιον άλλο "ρεβιζιονιστή" ήξερες πως ο "αποκαλών" ήταν από το χώρο της "μαοϊκής" αριστεράς και ο "αποκαλούμενος" από το χώρο του ΚΚΕ. Αν πάλι άκουγες "αναθεωρητής" ο αποκαλών ήταν ΚΚΕ και ο αποκαλούμενος από το (τότε) ΚΚΕεσ.! Απλώς η ξενόγλωση εκδοχή του όρου είχε κατωχυρωθεί (κάτι σαν άτυπη "ονομασία προέλευσης") στον ένα "χώρο" και η ελληνική στον άλλον. Αν έμπαινες δε στα ενδότερα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, τότε "έχανες το μπούσουλα"!
Μου φαίνεται πως, άργησε λίγο, αλλά μας έπιασε για τα καλά η Άνοιξη!
Η οπτικοποίηση του άσθματος εξαιρετική. Ιδιαίτερα η σημειολογία της "μάνικας" του βενζινάδικου. Μου θύμισε το ανέκδοτο με τον εξωγήινο που περιέγραφε την ανατομία των κατοίκων της γης, ως εξής: "Τον έχουν πάρα πολύ μεγάλο κι όταν τελειώνουν τον κρεμάνε στο αυτί τους!" (Είχε μπερδέψει τους άντρες με τις αντλιες βενζίνης)
Θαυμάσιο! Ο (ελληνικός) συδυασμός "σαπίλας-σοφίας" πραγματικά γαμάει!
Το ρήμα είναι çürümek και σημαίνει σαπίζω (από εδώ).