Η ηλικιωμένη που έχει πολύ έντονα πάνω της τα σημεία της φθοράς, νομίζω εκ του τουρκικού ρήματος çürür= φθείρω.

  1. Τη δουλειά της κάνει η τσουρογρια και για τα λεφτά που μας έχει δώσει και για τη θεσούλα της ενδιαφέρεται. (Από θάψιμο της Κριστίν Λαγκάρντ στο Φέισμπουκ).
  2. ΚΑΚΟΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΣΟΥΡΟΓΡΙΑ ΦΕΤΟΣ ΕΛΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ, ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ. (Ksipnistere με φωνακλά τζιλφάκια επίδοξο καλοκ-εραστή της Άγκελας Ζάουερ).
  3. δεν το ακουσα ολο το κομματι γιατι προτιμω να παω να παρω γλειφοκώλι σε καμια τσουρογρια παρα να το ακουσω. (Hip Hop).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Ας με διορθώσει τουρκομαθής, αν κάνω λάθος.

#2
σφυρίζων

Πιθανότατα, αν και αναρμόδιος. Παίζει να είναι και ηχομιμητικό της γριάς της κατρούγκαλης κατρουλούς.

#3
donmhtsos

Το ρήμα είναι çürümek και σημαίνει σαπίζω (από εδώ).

#4
Khan

Θένκια Δον!