Ὑπάρχει λῆμμα λαμόγια, moya μὲ ἐμπεριστατωμένη ἐτυμολογία, καθὼς καὶ λῆμμα λαμογιά.
Τοὺς πσεκάζουν μὲ φλωρίνη.
ΣΗΜ. Ὡς γνωστὸν, τὸ Φλώριον* δὲν συμεριλαμβάνεται στὰ χημικὰ ὅπλα ποὺ ἀπαγορεύει ἡ συνθήκη τῆς Γενεύης.
*Φλώριον: Ἀγγλιστὶ Florine, χημικὸ σύμβολο Fl.
Ὁ κόσμος χάνεται κι αὐτοὶ δὲν τρέχει κάστανο!
Σύμφωνα μὲ τὴ Βίκη "είχε το όνομα μπράσκα στο Βόλο". Τὸ γκοὺκγλ δίνει τὴ μπράσκα ὡς εἶδος βατράχου. Ἡ μπράσκα, στὴ σλανγκικὴ ἐκδοχή της, σημαίνει Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ. ἤ μεταφορικά η φουσκωτή κοιλιά.
Στὸ ὀπτικὸ ὑλικὸ, ποὺ συνοδεύει τὸ ὄμορφο τραγούδι τοῦ Κώστα Ρούκουνα, "Τὰ νησιά", βλέπουμε ἕναν ποδοκερισμένο ταῦρο (2.10 μέχρι 2.15). Τὸ τραγούδι εἶναι προπολεμικὸ (1939). Τὸ ὀπτικὸ ὑλικὸ εἶναι ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ᾿60, μᾶλλον. Πάντως δὲν πρέπει νὰ ὑπῆρχαν μεγάλες διαφορὲς. Μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ ᾿70 στὰ περισσότερα νησιά οἱ μεταφορὲς ἐμπορευμάτων καὶ ζώων γίνονταν μὲ καΐκια.
Αὐτὴ ἡ φεγγαράδα εἶναι πολὺ παλιά. Ἀνάγεται στὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη. Τὸτε, βέβαια, λεγόταν πανσέληνος.
Μια μέρα που ο Πάτροκλος έπαιρνε το λουτρό του
και ο Αχιλλέας μπάνιζε απ` το παράθυρό του,
πανσέληνος του φάνηκε του Πάτροκλου ο κώλος
και ευθύς του ανυψώθηκε δυο πιθαμές ο ψώλος.
@vikar. #5α. Ὄντως.
Ἐμεῖς πάλι (τῷ καιρῷ ἐκείνῳ -δεκαετία τοῦ ᾿70- στὸ ὑπόγειο καφενεδάκι, Στουρνάρα καὶ Τζώτρτζ, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Πολυτεχνεῖο) τὰ "ντουμπλὲ" τὰ λέγαμε "δίκορκα".
Μπορεῖ νὰ συμεριληφθεῖ στὰ θρησκευτικοῦ περιεχομένου παρακούσματα ἤ ραμόνια κατὰ τὸν Ν. Σαραντάκο.
Καὶ δεύτερη τουκανιστική παρατήρηση. Τὸ YOLOSYOLOY τοῦ τίτλου μᾶλλον πρέπει νὰ γίνει YOLOSYOLOU, ὅπως στὸ παράδειγμα.
@Σχολ.#4. Πολὺ ὡραῖο COYΛΤΩ. Ἔμαθα πὼς θὰ κυκλοφορήσουν γραβάτες μὲ μπέους (γιὰ μπεορραπίσματα).
Κάνει καὶ λολοπαίγνιο μὲ τὸ ὁλωσδιόλου. Καὶ μιὰ τουκανιστική παρατήρηση: Στὴν ἀπὸδοση τοῦ ὅρου στὰ ἑλληνικὰ "τρύπωσε" κι ἕνα σ. Τὸ σωστὸ πρέπει νὰ εἶναι γιολοσγιὀλου
Ἀνάλογο στὰ ποδοσφαιρομπασκετικὰ:
"Ἔχουμε καλὰ ἀποδυτήρια κι αὐτὸ βγαίνει στὸ γήπεδο".
Σχετικὰ καὶ τὰ κλαπαρχίδας, κλαπανάρας/κλάμπανος
Ἑγὼ ὁ καημένος ἕψαχνα στοῦ διαόλου τὸ ...Βόλο στὸ εὑρετήριο λημμάτωνε. Τὸ πιὸ κοντινὸ ποὺ βρῆκα (μετὰ ἀπὸ σχετικὸ εὐπρεπισμὸ) ἤτανε ὁ δήμαρχός του.
Κατὰ τὴ Βίκη:"Το σάισμα είναι χειροποίητο υφαντό ρούχο, κατασκευασμένο από τραγόμαλλο, δηλαδή, από γιδινό μαλλί, επεξεργασμένο στο χέρι και επεξεργασμένο στη νεροτριβή. Χρησιμοποιείτο είτε ως στρωσίδι, για την κάλυψη δαπέδου, είτε ως υπόστρωμα κρεβατιού, είτε ως πρώτη ύλη, για την κατασκευή κάπας του βοσκού. Επίσης, χρησιμοποιείτο στη σαγματοποιία, ως εσωτερική επένδυση του σαμαριού. Ιδιότητες: άγριο στην υφή και δυσάρεστο στην επαφή με το δέρμα, ελαφρύ, ανθεκτικό τόσο στη χρήση, όσο και σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία. Η ιδιότητά του αυτή το καθιστά κατάλληλο να τοποθετηθεί μπροστά στο τζάκι. Επίσης αποβάλλει το νερό και στεγνώνει ευκολότερα από άλλα υφαντά."
@Khan.(#4). Αὐτὸ εἶναι τὸ παπαροβιόλι;
Ἀπὸ τὸ μαδομούνι.
Πάντως,γιὰ μιὰ στιγμή, νόμισα πὼς ὀ μέγας βιολιστὴς Ροβιόλης, ποὺ κατοικοῦσε στὴν ὁδὸ Γραφημῶνος, ἔγινε παπάς. :-)
Μὲ τοῦτα καὶ μὲ κεῖνα Μπὲν Χοὺρ τὸν κάναμε τὸν μπαρμπαλιά.
Τώρα παίζει. Ἤθελε τὸ κοπυπάστε του
https://www.youtube.com/watch?v=lw89YyIaV8M
Τὸ ξανάβαλα σὰν βίντεο, ἀλλὰ δὲν ἀνοίγει. Γιὰ νὰ δοῦμε ἄν παίζει τώρα ποὺ ἔβαλα μόνο τὴν διεύθυνση.
Βρῆκα στὸ youtube
Στὸ συνοδευτικὸ κείμενο λέει μεταξύ ἄλλων:
Τα σύνεργα που είχε στη διάθεσή του ; Το πολύμορφο 'αμόνι',πάνω στο οποίο δούλευε το δέρμα με το ''πιταρόσφυρο'' για να ''στανιάρει'', τα ''κατσαπρόκια'', που άνοιγαν τρύπες στο ''πετσί'' για να μπει η πρόκα χωρίς να το πληγώσει, η ''φιλετιέρα'', που προστάτευε το τακούνι από τη ''φαλτσέτα'' όταν αυτή έκοβε το δέρμα, η ''ξυλοράσπα'', που λίμαρε τις μύτες από τις ξυλόπροκες στο εσωτερικό του παπουτσιού, το ''φλόγιστρο'', με τη φλόγα του οποίου έλιωνε το κερί για το γυάλισμα του παπουτσιού, σιγούρευε τα τελειώματα των κόμπων μετά το ράψιμο ή διόρθωνε το σχήμα των εργαλείων, τη ''μακινέτα'', που χρησίμευε για το άλειμμα της σόλας με κερί, το ''λαμπούγιο'', που βοηθούσε στο άπλωμα του κεριού για το ομοιόμορφο γυάλισμα του τακουνιού, τον ''γάντζο'', που έβγαζε πιο εύκολα το ''καλαπόδι'' από το επιδιορθωμένο πλέον παπούτσι, ''τανάλιες'', απλές ή της ''πόντας'' για το μοντάρισμα, ''σουβλιά'', ''σακοράφες'', κερωμένους σπάγκους, ακόνια και οπωσδήποτε τον ''μπαρμπαλιά'', το όρθιο μονό αμόνι αν ήθελε (ήθελε δεν ήθελε τι να έκανε..) να επιδιορθώσει παπούτσια και εκτός εργαστηρίου.
Ἕνας θησαυρὸς ἀπὸ λέξεις κι ἐπαγγέλματα ποὺ χάνονται.
Νά 'σαι καλὰ φίλε ποὺ μᾶς τὰ θύμισες.
Αὐτὲς ποὺ τὸν λατρεύουν κυριολεκτικὰ εἶναι οἱ Μακρονθεῖτσες.
Σχετικὸ καὶ τὸ μασασούρα, ποὺ ὑπάρχει ὡς ὄνομα μαγαζιοῦ, ἀπὸ ρεμπετάδικο μέχρι σουβλατζίδικο.