με την προσθήκη του "και μετά να πάει στον ήλιο να μαυρίσει" δηλώνεται και απαξίωση στο αν τελικά τα καταφέρει
...Άσε που κατά περίεργο τρόπο κάνενας σφίχτης δεν παίρνει ποτέ αναβολικά!
Βασικά η φράση είναι από έναν 80s δίσκο του Χάρρυ Κλύνν, το "Έθνος ανάδελφον" νομίζω...
Α ρε αυτά τα ροκάκια... Πες τα χρυσόστομε!!
Μια στρατιωτική 'συνταγή', με ζαμπόν κονσέρβας στο φούρνο (!?!?!?!) με πατάτες, γκοτζίλα δε λέγεται κι αυτό;
αυνώνυμο: σταθεράκι, το
υπερθετικός: χανιολάρα, η
Γεγάμηκα: είναι στα αρχαία ελληνικά ο Παρακείμενος χρόνος του ρήματος γαμέω-γαμώ και σημαίνει έχω γαμήσει (με την αρχαία έννοια: έχω νυμφευθεί). Το ρήμα δεν ανήκει στην κατηγορία των ανώμαλων, κλίνεται φυσιολογικά, απλώς σήμερα ηχεί περίεργα. Το γε- είναι η φυσιολογική «αύξηση» που δέχεται το ρήμα στον παρακείμενό του. Σήμερα το χρησιμοποιούμε πράγματι όπως μας το περιγράφει ο faethon.
Και για όποιον ενδιαφέρεται (!), κλίνεται ως εξής: ενεστώτας: γαμώ
παρατατικός: εγάμουν
μέλλων: γαμήσω / γαμώ
αόριστος: εγάμησα / έγημα
παρακείμενος: γεγάμηκα
υπερσυντέλικος: γεγαμηκώς ήν / εγεγαμήκει
Αυτά! Καλή τύχη!
...όπως λέμε: στου διαόλου τον πούτσο.
ναι, οκ! όμως νομίζω ότι εδώ και χρόνια αυτό έχει μετατραπεί σε πράσιν' άλογα, ακριβώς επειδή κανείς δεν καταλάβαινε το σωστό.
exw akousei apo ton adelfo mou pou einai twra strato oti to A.M. anaferetai k ws: anoikse malaka!
η λέξη είναι ξεπαρεού, ως προστακτική β'ενικού παθητικής φωνής, όπως το αντιλαβού κλπ
ο κάτοικος: ο Μπόχαλος
Πολύ συνηθισμένο μεταξύ των στρατιωτών που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει στην Κω.
ρήμα: κλαψομουνιάζω
, κλαψομούνικα τραγούδια
λέγετα και :πάω με το πόδι ή το κόβω με το πόδι (αργκό παλαιομοδίτικη)
ξεγιβέντισέ μας ο γιος σου = μας έκανε ρεζίλι ο γιος σου
ξεγιβεντισμένος = ρεζιλεμένος
γαμάει παλικάρια
επίσης: το μαύρο το καλό, ο μπάφος στα ποδανά:φούσμπα, γκρας, λιβάνι, καλαμαριά, λεμόνι, κασέρι, τυρί, ντάχα, οξυγόνο, φου, τσούρου, πράσο, φορφόλι, τζόϊν (απο το αγγλικό joint), φώξεν, λαλάκι, γρασίδι, ντούρου, ντουντού, σμπιγδάνι, ντουμάνι, μπουρούχα (χαμηλής ποιότητας κάνναβη), φακός
στην αγγλική: skunkpot, grass, weed, Mary Jane, THC, Acapulco Gold, dope, hemp, rope, sinsemilla, Colombian, Jamaican , joint, reefer, roach, bit, bomber. hashish, black Russian, hash
στην ισπανική:spinelo ή cana
επίσης συνεχίζεται σε τετράφυλλο κλπ ανάλογα με την όρεξη
ti fovosouna re kompleksikia
o pantos gamaei kai mhn akouw malakies