Για το υδραυλικό λουκέτο, να προσθέσω πως 1ον δεν μπορείς να φας καμπάνα γιατί συνήθως κανείς δεν ελέγχει λουκέτα, αλλά και να το κάνει έχεις το καλύτερο άλλοθι, «δεν ήξερα ότι ήταν χαλασμένο». Επίσης, σιγά μη πάρει κανείς το όπλο, το έχετε δει πολλές φορές να συμβαίνει; (προσοχή είπα ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ). Αξίζει το ρίσκο ;)
Στο τρίτο παράδειγμα χύθηκες και σε σκαμπό;
Eτς ακριβώς, Βράστα! Μυθώδεις επαύλεις, πολυτελή αυτοκίνητα, σκάφη και χαρέμια γκομενών αποκτήθηκαν στη χώρα μας με αυτό τον τρόπο τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες.
Άκα ο Μάνος υπέστη απουστήρωση από το Dixan.
Λαφαζάνης ήταν επίσης ένας από τους περίφημους ληστάρχους της Ελλάδας το 19ο αιώνα που είχε απαγάγει και τον πρωθυπουργό Σ. Σωτηρόπουλο στα Φιλιατρά το 1866.
Σίγουρα έχει κοινό με τον εθνικισμό το εγέρθητι.
Πάντως εθνικογαμισμός και πορνομετανάστευση δεν είναι αντιφατικά;
Λολολο!
Πάντως πάνω που έλεγα ότι παίζει τελικά να ψηφίσω Αίαντα, βγήκε το Βαλλιανό να διαψεύσει ότι εγένετο απουστήρωση, και δηλώνει ότι παραμένει η ΦΙΣ στο σχήμα Mano Dixan. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στο φατσό: «...τί θα πει δεξιά ή αριστερά;; ...είμαστε το μεσαίο δάχτυλο! ...εκείνο που ξέρει τί κάνει!!»
Τουρκ. lafazan = λογάς, φλύαρος < laf = λόγια, κουβεντούλα, φλυαρίες.
Λολ @ original PAK!
Μια στατιστική σύγκριση: Πασοκιστάν 78.900 χτυπήματα
Συριζιστάν 1630 χτυπήματα.
Προσοχή με τον μετρητή του Google, είναι μάλλον προβληματικός (βλ. σχόλια και εδώ).
Στα συγκεκριμένα, αν προβάλλει 100 αποτελέσματα ανά σελίδα, συμβαίνει το απρόσμενο φαινόμενο το λήμμα «Συριζιστάν» να επιστρέφει 5 σελίδες (max 5x100=500 αποτελέσματα), ενώ το λήμμα «Πασοκιστάν» να επιστρέφει 4 σελίδες (max 4x100=400 αποτελέσματα).
Εννοώ αν ρυθμίσει κανείς το google έτσι ώστε να προβάλλει κλπ.
Σύμφωνα με αυτό το λεξικό, paspal σημαίνει στα τούρκικα:
[I]1. Αλεύρι που περιέχει πολύ πίτουρο.
2. Σλανγκ: χαμηλής ποιότητας χασίς.
3. Στην καθομιλουμένη: ακατάστατος[/I]
Δεν το έχω ακούσει ποτέ και δεν ξέρω ο ίδιος τι σημαίνει - άλλωστε, η σημασία που βρήκα αντιφάσκει σε κάποιο βαθμό με τον ορισμό.
Αυτό που μπορώ να προσθέσω είναι ότι υπάρχει παράγωγο επώνυμο: Πασπαλτζής (πιθανώς σημαίνει «αλευράς»). Υπάρχει κι ο Ζάρκο Πάσπαλι(ε).
Βλ. και τραβάω το κανάλι.
Πρβλ. λουφάρω μυαλό.
Όπα, το λεξικό του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας εδώ εντοπίζει αρχαιοελληνική ετυμολογία:
πασπάλη η [paspáli] Ο30 : (λαϊκότρ.) η σκόνη από οποιαδήποτε στερεά ουσία και ιδίως το αλεύρι.
[αρχ. πασπάλη 'το πιο ψιλαλεσμένο αλεύρι']
Ναι, αλλά υπάρχει και η τούρκικη παροιμία :
Bahtsız deveyi çölde kutup ayısı sikermiş.
( Χότζα την καμήλα την έφερε στο δρόμο μου το κουμπί Τυχαία, και δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ στον πειρασμό. Αναλαμβάνεις τη μετάφραση να μοιράσουμε τη δουλειά ;)
Εκτός από τους εφοπλιστάς, θαλασσοδάνεια απήλαυσαν και οι ξενοδόχοι, κατ΄εξοχή της Κρήτης, Ρόδου, Χαλκιδικής κ.α.
Ωωω πως μου ξέφυγε αυτό. Πονηρό, ελπίζω να είσαι καλά όπου βρίσκεσαι και να μας θυμηθείς...