Νὰ κι ἕνα λῆμμα τῆς προκοπῆς στὴ φλαταδούρα τῶν τελευταίων χρόνων.
Ἐπίσης πιστεύω πὼς σωστὴ εἶναι ἡ προαγωγὴ τοῦ ἀμερικανοῦ colonel σὲ ἔλληνα στρατηγό. Πιστεύω πὼς διαθέτουμε πολὺ μεγάλον ἀριθμὸ στρατηγῶν ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τῆς χώρας.
Σουρ, είπαμε ελεύθερες αποδόσεις, ο πρώτος λόγος είναι η ευηχία. Ο δεύτερος είναι ότι στα ελληνικά ο συνταγματάρχης είναι και συνώνυμο με τη φλαταδούρα. Σε αυτή τη περίπτωση η πρόταση θα ήταν διφορούμενη και εμείς ουδεμία σχέση έχουμε με προστυχιές και υπονοούμενα.
στρατηγός ≠ colonel
Ακριβώς όπως το λένε οι Dirty talking και Protnet, πρέπει το στόμα να φτάσει στην κατάλληλη θέση για να δαγκώσεις το δικό σου, δεν δαγκώνει κανείς καυλιά αλλωνών από το κρύο
Καλωσόρισες στὸ slang.gr.
Ἡ wikipedia ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ πασκόβιζα εἶναι ψάρι τοῦ γλυκοῦ νεροῦ ποὺ βρίσκεται μόνο στὴν Ἑλλάδα καὶ συγκεκριμένα στὴν Βοιωτία ( στὸν Βοιωτικὸ Κηφισσό, στὸν Ἀσωπὸ καὶ στὶς ἀπορροές τους).
Ἐπιστ. ὀνομασίες: Telestes beoticus καὶ Pseudophoxinus beoticus.
Πασκόβιζα
Ὅσο γιὰ ἄλλα ὀνόματα ψαριῶν ποὺ χαρακτηρίζουν ἄσκημους ἀνθρώπους, ὑπάρχουν ὁ σαλούβαρδος/σαλουβάρδα καὶ ἡ χλεμπού
Στα Μέγαρα της Αττικής το λέμε "κορκοσάλι" και σημαίνει το ψιλό χιονόνερο που πέφτει με πολύ-πολύ κρύο.
To Λεξικό του Γεωργίου Κάτου το ετυμολογεί από το σούρνω.
ταιριαστόν... ![λεζάντα εικόνας][1]
Συνηθίζεται και σε γκέκιφαϊντ βερζιον, "γου".
Μονάδα μέτρησης μάζας, λίγο σεβασμός στα φυσικά μεγέθη το στανιό μου μέσα.
Πιο πιθανό να προέρχεται από το ιταλικό carrozzo, carrozza (εξού και το καρότσα) το οποίο περιγράφει ένα κάρο, ένα βαγόνι ή γενικά κάτι ογκώδες που "σέρνεται πίσω". Εξάλλου στα ιταλικά το carrozzata χρησιμοποιείται και για να περιγράψει γυναίκες με καμπύλες (κωλάρα).
Ντίνο ε-ξαι-λαν! Τσέκαρε και το σάμαλι. Ο ορισμός σου με βοήθησε να το προσδιορίσω.
Nαι οι αμερικάνοι rubber και τα αγγλάκια δουλεύουν και το johnny, jimmy, frenchie κτλπ. "The rubber vulcanization process was invented by Charles Goodyear in 1839, and patented in 1844.The first rubber condom was produced in 1855", από wiki. Tους πήρε δέκα χρονάκια πάντως να σκεφτούν να το βάλουν στο πούτσο τους, περίεργο.
Τέλος πάντων, το δερμάτινος στα ελληνικά το συνδυάζεις συνειρμικά στο μυαλό σου και με τα δερμάτινα μπουφάν και από κει με μαγκιά και αλητεία, οπότε βγάζει γούστα. Δημιουργήθηκε καλοκαίρι του 2014 στην Ίο.
Βρέθηκε η ετυμολογία που αντικαθιστά την παπαρετυμολογία του G-man.
Εδώ σε κείμενο στην Απογευματινή το 1926 ως αβέρτα χαρακτηρίζεται ακόμη και η φυλακή, όταν δεν είναι και τόσο κλειστή, να 'ναι καλά τα κυκλώματα.
Τέλειο! Ανήκει και αυτός στους πολλούς αφελείς ρούληδες.
Ένεκα που έχουμε σερίφαινα που δε μασάει :-)
Εδώ ο ορισμός είναι άστοχος, αβαβά σημαίνει ψευτικός, μουσαντένιος και όχι κάνω γαργάρα
Το παράδειγμα από αυτό το άρθρο.