Ένα ωραίο σοφτ μπιντιεσεμικό τραγούδι.
♪♫ Όλο το βράδυ σαν σκυλί σε καρτερώ
Το ρημαγμένο μου κορμί να ζωντανέψεις
Κόντρα στο ψέμα μου παλεύω με τις λέξεις
εισ’ ένας διάβολος, είσ’ ένας διάβολος
Με την αγάπη μου σου κάπνισε να παίξεις
είσ’ ένας διάβολος που ροκανίζει το φτωχό μου το μυαλό
Σκαρφαλωμένη στο ψηλό σου το σκαμνί
το φιλντισένιο σου τσιγάρο σ’ ένα τάσι
σ’ όποιον νομίζεις πως μπορεί να σε χορτάσει
το μάτι παίζεις, το μάτι παίζεις
κι όταν στο σώμα σου γυμνός θα ξαποστάσει
σαν αμαζόνα του λογχίζεις το κορμί
Ω! Πως φοβάμαι τον ψηλό με τα γυαλιά
Υπνωτισμένος σε κοιτούσε χίλια βράδια
Λεφτά και ρούχα ξεφορτώθηκε στα ζάρια
Για το χατήρι σου, για το χατίρι σου
Από τα κρύσταλλα του νου ως τα σκοτάδια
Απογειώθηκε και μπήκε σε τροχιά
Μα όμως πρόσεξε κι εσύ να μη βρεθείς
Στην εξορία που με δίκασες να ζήσω
Πόρτες θα κλείνουνε καθώς θα μένεις πίσω
Χωρίς αγάπη, χωρίς αγάπη
Τα ανεξίτηλα σημάδια σου θα σβήσω
Σα χαλικάκι μες στο ρεύμα θα χαθείς ♪♫
Στοστ!
Καραεύγε!
Εύγε!
Ξέχασες το σταλινόπιασμα γεροντόπιασμα.
Ευχαριστώ σου! Υποτίθεται οτι τα πρώτα μου λόγια δεν ήταν μαμά ή μπαμπά, αλλά αει σιχτήρ μαλάκα. Πλάκα κάνω.
Το διόρθωσα, σ' ευχαριστώ. Πάντως δεν αναφέρομαι σε "αλλαγή στάσης που ακολουθεί το βάρεμα", όπως λες, αλλά σε ξαφνική αλλαγή στάσης (μπορεί να οφείλεται σε πολλά).
Το τα παίρνω στο κρανίο σημαίνει «νευριάζω», δέν είναι καθόλου συνώνυμο με το μου τη βαράει, λέω.
Επίσης, η αλλαγή στάσης που ακολουθεί το βάρεμα, δέν είναι απαραίτητο να είναι προς το ριζοσπαστικότερο. Θ' άκουγες άνετα πιχί την κουβέντα: «γενικώς τελευταία ακούω τα παλιά του Αντύπα, αλλα σε κάποια φάση χθές μου τη βαράει και βάζω ν' ακούσω Μαρινέλλα».
τουρκ. yakalamak =συλλαμβάνω (κυριολ. πιάνω απ' το γιακά).
Βλ. και γιακαδιάζω.
χιπστραβωθηκαμε με τόσο κοίταγμα!
Πάντως και στην Κρήτη λέγεται, με διάφορα, π.χ. έτσα πράμα = τέτοιο πράγμα, έτσα δουλειά = τέτοια δουλειά κ.λπ.
hά, περίεργο... Τα περισσότερα παραδείγματα που βρήκα ήτανε απο κυπραίους γιατί. Ε άς μας πεί και κάνας άλλος κυπραίος που μας διαβάζει!... τί; τζάμπα δουλειά εκανε το πονηρόσκυλο;
+5
Υπάρχει και με την έννοια του αρπάζω κάποιον -πριν προλάβει άλλος- επειδή είναι αστέρι, πχ: "δεν πρόλαβε να τελειώσει το πανεπιστήμιο και τον βουτήξανε".
Ενοώ δεν υπάρχει αυτόνομη έκφραση "έτσι σχέδιο" στα Κυπριακά, μάλλον υπάρχει στα Ελλαδίτικα.
(αρχικά γούγλαρα "έτσι σχέδιο" και μου έβγαζε κυρίως Κυπριακά, γουγλάροντας όμως "ετσισχέδιο" μια λέξη βλάζει κάμποσα Ελλαδίτικα "έτσι σχέδιο". ΥΓ - σε περίπτωση που δεν έγινε αντιληπτό δεν προσπαθώ να θάψω το λήμμα σου, προσπαθώ να βρω άκρη)
Όταν λές «χωριστή βαρύτητα»;
(Οτι γκουγκλάροντας βγάζει κάμποσα, προφανώς· έτσι βρήκα και τα παραδείγματα που έχωσα στον ορισμό...)
Και μπουγατσοπολίτες.
Για να διευκολύνω την κατάσταση, γουγλάρωντας ετσισχέδιο βγάζει κάμποσα. Δεν έχω όμως καταλάβει σε τι πλαίσια λέγεται.
Από συζήτηση με φίλο Κύπριο, το "έτσι σχέδιο" δεν έχει κάποια χωριστή βαρύτητα. Η έκφραση σώζεται λεξικογραφικώς μόνο εάν χρησιμοποιείται αυτόνομα στην Ελλάδα.
Manageable
Ευχαριστώ σας. Δον, ενδιαφέρον το περί παλαιόθεν ντοπιολαλιάς. Τη λέξη την είχα πρωτακούσει περί το '82-83 από συνομήλικο Αθηναίο γέννημα θρέμμα, παναπεί έχουμε ίσως περίπτωση ντοπιολαλιάς που ανηφόρισε κατά πρωτεύουσα και απέκτησε αργκοτική απόχρωση, κατά το κουσουμάρω ένα πράμα? Για κάτι τέτοια είναι που είμαι παραπάνω από ελαστικός ως προς το τι είναι καταχωρίσιμο εδώ μέσα (εξαιρούνται οι καθαρόαιμες παπαριές). Δυσδιάκριτα και πολύ ενδιαφέροντα τα όρια.
Τσεκινίστρα: η κοπέλα που κάνει το τσεκ ιν στα αεροδρόμια