Πάντως το ασένιος υπάρχει παλαιόθεν (πριν γίνει του συρμού το σινιέ) στη ναυτική διάλεκτο. Το λέει ο Καββαδίας :
Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Από το "Νανούρισμα για μωρά και γέρους"
Επίσης το λέει και ο "συντσξιδευτής" Ξεροσφύρης σε σχόλιο εδώ:
dryhammer
πριν περίπου ένα χρόνο
Το ασένιο στο βαπόρι το έχω ακούσει για τους κάβους, όταν είναι «στην εντέλεια» ούτε πολύ τεζαρισμένοι ούτε μπόσικοι (= ούτε πάρα πολύ τεντωμένοι με κίνδυνο να κοπούν, ούτε χαλαροί οπότε τό σκάφος «ανοίγει» από το ντόκο). Μέσα στα καθήκοντα στο λιμάνι είναι και ο έλεγχος και «το σενιάρισμα των κάβων».
Το δε ρήμα σενιάρω χρησιμοποιείται με την έννοια του φτιάχνω, ταχτοποιώ.
@ Χαν. Πού πας και τα βρίσκεις; Άραγε ο αρθομπίσπος της Γρανάδας περιλαμβάνει στο "επιτρεπόμενο" προφορικό σέχο και άλλα είδη, όπως το 3Χ23;
Πάντως το παρόν λήμμα είναι εννοιολογικώς παρεμφερές και με αυτό
(Τα γράφω έτσι, γιατί μας διαβάζουν και παιδιά)
Στο ναυτικό κάποιος έλεγε πως το χειρότερο είναι νά'σαι: "πούστης, κοντός, χοντρός, άσκημος και...ανθυπασπιστής!" Είχε κάποιο κόλλημα με τους ανθύπες, προφανώς.
τα σχαρικια μου στην οσία σουλτω, 5 αστρα!
Το λήμμα και ορισμός είναι 100% Δονμήτσια. Άλλωστε φαίνεται (όπως σε όλα του) όχι μόνο η δουλεια που έχει γίνει αλλά και η προσωπική γνώση και εμπειρία αναφορικά με τα μικρά σκάφη (βάρκες, καίκια, ψαράδικα, ταρσανάδες) σε σχέση με την ξώφαλτση δική μου από τα ποντοπόρα.
Κούδες!
Ἀλλὰ τὰ περιγραμμάτου τοῦ διδασκάλου μας δὲν περιωρίσθησαν εἰς τὰ ὀνόματά μας μόνον. Δὶς ἢ τρὶς τῆς ἑβδομάδος ἠγγάρευε τινὰς ἐξ ἡμῶν διὰ νὰ ξεβοτανίζομεν τὸν κῆπο τῆς μητροπόλεως. Ἐγὼ δὲν ἔβλεπον τὴν ὥραν νὰ ἔλθῃ ἡ σειρά μου. Ἐν τῷ κήπῳ ὑπῆρχεν ἓν δένδρον ἀνθισμένον ὡς τὸ ἰδικόν μας. Χωρὶς ἄλλο θὰ ἐμάνθανον τί πρᾶγμα εἶναι αὐτὸ τὸ δένδρον. Ὅταν, τέλος, ἀγγαρευθεὶς καὶ ἐγώ, εὑρέθην μετὰ τοῦ διδασκάλου ἐνώπιον τῆς μηλιᾶς:
- Τί πρᾶγμα ἔν᾿ αὐτὸ τὸ δένδρον, δάσκαλε, τὸν ἠρώτησα, δείξας πρὸς αὐτὸν διὰ τοῦ δακτύλου.
- Μηλέα, ἀπεκρίθη ἐκεῖνος.
- Ὄχι! ἀπήντησα ἐγώ, δὲν τὸ ξέρεις! Αὐτό ῾ν᾿ μηλιά!
Γ. Βιζυηνός, Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα. Εδώ
Κούδες, απ' τους καλύτερους ορισμούς σου (αλλά και του σαητόστ)!
Νέο εθνικό αυτοφαυλιστικό η Συριζάμπια.
ζάνκιου
Γλαfuhrerά παραδείγματα!
Υγιής λέει ο άνθρωπος που ξυπνάει 7 το πρωί. Άμα θέλει όμως 3-4 καφέδες και 1 πακέτο τσιγάρα για να συνέλθει, ως το μεσημέρι θα είναι χρέπι!
Χωρίς να έχω την ιδιαίτερη (γλωσσολογική) γνώση, καταθέτω τον γλωσσικό "οβολό" μου στην διερεύνηση του παρόντος λήμματος. Κττμγ το ιταλικό guardare, που αναφέρεται σε σχόλια παραπάνω (Χότζας, Μιτζνούρ, Τατούμ) σημαίνει βλεπω, προσέχω, αλλά και φυλάω, φρουρώ. Με την τελευταία έννοια έχει περάσει στα Ισπανικά (guardar: διατηρώ, φυλάω, φρουρώ),στα Γαλλικά και στ' Αγγλικά (guard: φρουρός, φρουρά). Επίσης σε πολλά νησιά του Αιγαίου υπάρχουν επώνυμα όπως Βάρδας (από το vardar(e)/guardare), Βαρδακόστας (Varda/guarda+costa: φυλάει την ακτή), Βαρδακαστάνης (πιθ. παραφθορά του Βαρδακοστάνης από το Βαρδακόστας), Γαρδέρης (από το ιταλικό guardare). Τά ονόματα αυτά, μαζί με τα τοπωνύμια με το συνθετικό -βίγλα (Βίγλα, Κακή Βίγλα, Ημεροβίγλι κλπ.) παραπέμπουν σε φύλακες των ακτών που το βασικό τους καθήκον ήταν να ειδοποιούν τους κατοίκους των νησιών για επιδρομές πειρατών. Σε πολλές από τις προαναφερθείσες "βίγλες" [μσν. βίγλα < υστλατ. ρ. *viglare < λατ. vigilare κάνω σκοπός΄, vigilia
φρουρά΄] από (εδώ) υπάρχουν ακόμα πέτρινες κατασκευές (φρυκτωρίες) γιά το άναμα φωτιάς από τους "ακτοφύλακες". Έχω ακούσει από αρχαιολόγους, ότι πολλές από τις κατασκευές αυτές υπάρχουν από την αρχαιότητα και έμπαιναν σε χρήση κατά τις δύσκολες μεταβατικές περιόδους, που δεν υπήρχε παγιωμένη εξουσία στο Αιγαίο και ανθούσε η πειρατεία.
Μετά τα παραπάνω πιστεύω ότι το "βάρδα"(πρόσεχε, φυλάξου) προέρχεται από το vardar(e)/guardare, όπως και η βάρδια που γράφει από πάνω ο φίλος μου ο Ξεροσφύρης (στο Πολεμικό Ναυτικό, τη δεκαετία του '70, τη λέγαμε "φυλακή").
Όπως πάντα κάθε συνεισφορά από τους καλύτερα γνωρίζοντες είναι ευπρόσδεκτη.
Το μονόχναρο σηκώνει ξεχωριστό λήμμα.
¨Έχω κι εγώ "πικράν πείραν" από καραβομαραγκούς (όσον αφορά τη συνέπεια). Όταν μας φτιάχνανε το κάΐκι στις Σπέτσες (στα μέσα της δεκαετίας του '80) είχαμε γραπτή συμφωνία για παράδοση σ' ένα χρόνο. Τελικά κάναμε δύο και με το ζόρι. Τότε άκουσα, από παλιούς καϊξήδες, την παροιμία "πυρ, γυνή και καρνάγιο". Πάντως τα καΐκια, που φτιάχνανε ήταν έργα τέχνης, όλα με το μάτι και με ελάχιστη σχεδίαση (οι περισσοτεροι δούλευαν το λεγόμενο "μονόχναρο"). Από τους πέντε καραβομαραγκούς που ήταν τότε στις Σπέτσες, μόνο ένας σχεδίαζε το σκελετό του σκάφους στο δάπεδο (ένα είδος "πατρόν", που κάνουν και οι μοδίστρες). Αυτό ήταν η λεγόμενη "σάλα". Οι υπόλοιποι έφτιαχναν το σκελετό με το μάτι μετακινώντας κατά μήκος του άξονα του σκάφους ένα καμπύλου σχήματος σανίδι, το λεγόμενο χνάρι. Γι αυτό και κάθε σκάφος, ακόμα κι άν είχε τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) διέφερε κατά τι από τα υπόλοιπα του ίδιου κατασκευαστή. Μολαταύτα, ένα έμπειρο μάτι μπορούσε να διακρίνει (στις μικρές λεπτομέρειες) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε ναυπηγικής "σχολής" και να βρεί την προέλευση του καϊκιού (π.χ. σπετσιώτικο, κοιλαδιώτικο, συριανό κλπ.). Τότε είχαμε περάσει τόσο καιρό σε διάφορα καρνάγια (μέχρι να καταλήξουμε στις Σπέτσες) που μπορούσαμε ν' αναγνωρίσουμε (ειδικά για τα σπετσιώτικα τρεχαντήρια) ακόμα και ποιός μάστορας τό'φτιαξε.
Ή αλλέως πέως "στάση κεμπάπ!"
Αν κάποιος την αγνοεί έχει ως εξής:
Η γυναίκα στα τέσσερα.
Γονατίζουμε από πίσω...
... και μπαπ!
Θένκια Δων για τα παραδείγματα! Είχα την τύχη ένας πρώην βαπορίσιος μαραγκός να μου κατασκευάσει μια ξύλινη εσωτερική σκάλα. Εάν εξαιρέσουμε ότι ήταν πάντα αναξιόπιστος στα ραντεβού του και μονίμως ντίρλα, έκανε αξιοθαύμαστη καλή δουλειά, φτιάχνοντας την σκάλα στολίδι απ το μηδέν. Ο στεριανός μαραγκός θα τοποθετούσε προκάτ σκάλα (και ήθελε και τα διπλά χρήματα).
Μάστα! Εγώ το αντιλήφθηκα αλλιώς: φοβερίζοντας να γαμήσω την μάνα/αδερφή/κόρη τινός, όντας ανάσκελος, προσβάλλω τον υιό/αδερφό/πατέρα της γαμευομένης πολλαπλά, καθώς υπονοώ ότι η μάνα/αδερφή/κόρη είναι και πουτάνα. Έτσι μου στέκεται καλύτερα η έκφραση, αλλά μάλλον είμαι βικτιμάς υπερανάλυσης.
Πάντως οι βίαιοι και νταβραντισμένοι άνδρακλες-επιβήτορες συνήθως επιλέγουν την κατά Καμμένο...
...και όχι τον πλέην-βανίλια ιεραπόστολο που "παραδέχεται και η Εκκλησία". Εάν ο φοβερίζων εννοεί ότι θα τοποθετήσει την μάνα/αδερφή/κόρη θα είναι ανάσκελα, τότε μάλλον πρόκειται περί φλούφη βιαστή :Ρ
Δεν καταλαβαίνω γρι αλλά γουσταίρνω.
Θυμήθηκα άλλο ένα με το Στεφάκια (κι εδώ κι εδώ).
Πουλιέται ένα καΐκι, που είχε για κάμποσα χρόνια ο Στεφάκιας, από τον επόμενο ιδιοκτήτη του, που κι αυτός τό'χε αρκετά χρόνια. Μεταξύ άλλων, ενδιαφέρεται να τ' αγοράσει κι ένας γιατρός, λάτρης της θάλασσας, αλλά στεριανός. Ρωτάει το Στεφάκια, σαν παλιό ιδιοκτήτη και έμπειρο ναυτικό, αν αξίζει ν' αγοράσει το καΐκι. Ο Στεφάκιας του απαντά:
"Γιατρέ δεν είδες τι γράφει στην πρύμη; Αν δεν σε πνίξω σήμερα, αύριο σ' έχω σίγουρο!"
Δλδ, το πνεύμα της έκφρασης είναι σε φάση να βάλω την αδερφή / μάνα σου κάτω να της πετάξω τα μάτια έξω. Η γυναίκα είναι ανάσκελα, όχι ο άντρας, εξ ου και το όντως υπαρκτό πρόβλημα διατύπωσης του λήμματος.
Τώρα που το ξανασκέφτηκα ρίχνω μια ιδέα για συζήτηση: Μπορεί το ασένιος να προέρχεται από τον άσσο, δηλαδή πρώτο πράμα, σούπερ;
Τι λένε οι πιό ειδικοί επ' αυτού;