Γουέλ, είναι άπαξ γουγλιζόμενον.
επομενη παρασκευη συναντηση 4 παρα θα την στησω απεξω και θα το παιξω κουλτουριαρης ΘΑ ΓΑΜΗΣΩ ΜΠΑΧΑΛΟΜΟΥΝΟ (Hip hop).
Εναλλακτικά μπαχαλόμουνο, μπαχαλομούνα, etc
Μια σκέψη (που ίσως να είναι παρετυμολογία του κώλου)
Μήπως η τόκα (= χειραψία) έχει σχέση με τη τόκα (= αγκράφα) από το "κλείδωμα" των χεριών; To κλείδωμα-δέσιμο της συμφωνίας;
Μπράβο που μπήκε! Απορία προς όποιον από τη σλανγκική κοινότητα ξέρει. Η ιταλική εκδοχή φαίνεται πιθανή. Σε αυτήν την περίπτωση μια αγγλικάνικη προέλευση από το talk που σαν να ψιλουπαινίσσεται ο Παπαδιαμάντης είναι παρετυμολογία; Συμφυρμός; Για την ιταλική ετυμολογία ξέρουμε περισσότερα;
Μουνομπάχαλο, μουνομπαχαλίτσες (οι Pussy Riot)
Αχ, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα!
τα παραξενα αμφια του μπαρμπα-Θοδου του Λουντεμη, ηρωα ενος γνωστου εργου του που διαδραματιζεται στη Μακεδονια.
Πολύ μου αρέσουν αυτές οι σλανγκιές εποχής! Πέραν από την αναφορά στον Σοφούλη, το γεροσοφούλης γέμει λολοπαιγνικών και ινσέψιο αναφορών.
Ορισμάρα!
Θα μπορούσε να γίνει και αυτοαναφορικό για το σλανγκρ και τις ενδοσλανγκικές διαφωνίες: άλλα λήμματα (έχω διαβάσει ή είμαι από άλλα λήμματα εγώ).
Τουκανισμός: Με προβλημάτισε το τελευταίο παράδειγμα, και όντως το Μπαγκλαντές έχει λίιιγο πιο μεγάλη έκταση από την Ελλάδα (147.570 km² ενώ η Ελλάδα 131.957 km²) και πληθυσμό 142.319.000 το 2011 ενώ η Ελλάδα 11 εκατομμύρια. (Η όχι και τόσο άχρηστη πληροφορία της ημέρας).
Νομίζω ότι αυτή η διατύπωση είναι σωστή με την έννοια, γαρμπώ: έχω γάρμπος, δεν είμαι άγαρμπος. Όπως και να το κάνουμε και ανεξαρτήτως μουσικών φρονημάτων η εν λόγω έχει ένα "γάρμπος": Καίτοι/η ψηλή δεν είναι ά-γαρμπη.
Μικρή διόρθωση: Η ατάκα θείλα ήταν
καίτοι γαρμπή ο βασιλικός δρόμος προς τα τσάτρουμ, ο αντίστοιχος για το μπαρόκ ζυγίζει ένα κουάρτο
Ωστόσο δεν έχω καταφέρει να βρω πού την είπε ο Τζήζαντας, μόνο σε πλάγιο λόγο μεταφερμένη από Τζον Μπλακ.
Φοβερή περίπτωση αυτή η ανάρτηση σε συνδυασμό με αυτήν!
Η κατάληξη δέν είναι -νέτο (το νί ανήκει στο θέμα γκόμεν-), αλλα, όπως λέει στο άλλο λήμμα (στο οποίο και μάλλον πρέπει να μεταφερθεί ο εδώ ορισμός) -έτο, έτσι απλά (νέτα).
Στην ετυμολόγηση όμως, ο κλουφό παίρνει τα πόιντς: απ' το ιταλικό -etto φαίνεται όντως να το πήραμε, υποκοριστικό, χαϊδευτικό και μειωτικό επίθημα που λέει εκεί ο Τρεκάνι. Όχι οτι το πήραμε άμεσα όμως, θά 'λεγα. Κάτι απο αναλογία πρέπει να παίζει (καμινέτο, κασκέτο, κουφέτο, κορδονέτο, μπουκέτο, φιλέτο, χώρια ένα σωρό μουσικοί όροι... -παντού η ίδια λατινική κατάληξη), και δέ 'ναι πολύ καθαρό, αφού στις κλάσικ λέξεις σε -έτο στα ελληνικά, η σημασία του υποκορισμού έχει μάλλον ξεφτίσει.