1. Αυτός που τρώει παντοφλιές από την γυναίκα του ή την γκόμενά του, ο γυναικο-υπήκοος, ο μουνόδουλος. Αυτός που δεν τολμάει να πει την γνώμη του αν δεν ρωτήσει την γυναίκα του.

  2. Αυτός που δεν έχει σχέση με την περιπέτεια, αυτός που είναι συνέχεια με τις παντόφλες, ο βαρετός τύπος, ο εκνευριστικά σπιτόγατος.

(την ίδια έννοια έχει και το παντοφλάκιας)

  1. Αυτός είναι τελείως παντόφλας. Η γυναίκα του τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Η Λένα τα έφτιαξε με έναν παντόφλα, πω ρε πούστη μου...

Και μιά αλοιφή για καρούμπαλα, παρακαλώ... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Βλ. και σχετικό (προς το 1) λήμμα μουνοείλωτας, ΝτεΦονσέκα, έπεσε, 38άρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
xalikoutis

για το πρώτο, βλ. και 38άρι

#2
Επισκέπτης

Μάρκο Ντέ Σάντ