Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Στος

#2
poniroskylo

Ζαγοραίος, πράγματι ... έλειπε το λήμμα.

Το χέσιμο - όπως και το ξέχεσμα - μπορεί να το φάω, ενίοτε, όμως, το ρίχνω κιόλας.

Σε ό,τι αφορά τον ρόλο του προθέματος ξε- στο χέζω και το ξεχέζω, είναι, βέβαια, το επιτατικό ξε- που απαντάται επίσης στο ξεψώλι, το ξεκωλώνομαι και το ξεκατινιάζω και που δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε- που βρίσκουμε στο ξεβρακώνομαι, το ξεξαπλώνω και την ξεβιδωμένη κουράδα.

#3
xalikoutis

σπεκ, μού δωσες και αυτοναφορική ιδέα που νομίζω αξίζει

#4
anchelito

είπα να τον χέσω αλλά τελικά τον έκλασα, που λέμε