Tο ξύλο, ο τσακωμός. Χρησιμοποιείται επίσης και στον πληθυντικό ως «ραβδές». Συνοδεύεται από το ρήμα «παίζω», καθώς συναντάται στην Κρήτη.

  1. Το Σαββάτο φέρε το παρεάκι σου στην πλατεία να παίξουμε ραβδές.

  2. Ο Μπαγιάκος έπαιξε ραβδί με τον ξάδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
nick

Επίσης και ραβδίδι.

#2
Galadriel

Επ! Πες περαστικά οκ;

#3
xalikoutis

σωστός ο συντοπίτης.... επίσης το ραβδί/τις ραβδές τις μαζώνομε κιόλας