Tο ξύλο, ο τσακωμός. Χρησιμοποιείται επίσης και στον πληθυντικό ως «ραβδές». Συνοδεύεται από το ρήμα «παίζω», καθώς συναντάται στην Κρήτη.
Το Σαββάτο φέρε το παρεάκι σου στην πλατεία να παίξουμε ραβδές.
Ο Μπαγιάκος έπαιξε ραβδί με τον ξάδερφό του.
Tο ξύλο, ο τσακωμός. Χρησιμοποιείται επίσης και στον πληθυντικό ως «ραβδές». Συνοδεύεται από το ρήμα «παίζω», καθώς συναντάται στην Κρήτη.
Το Σαββάτο φέρε το παρεάκι σου στην πλατεία να παίξουμε ραβδές.
Ο Μπαγιάκος έπαιξε ραβδί με τον ξάδερφό του.
Got a better definition? Add it!