Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...
Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Got a better definition? Add it!
1 comment
MXΣ
από το savurmak, τουρκικό ρήμα μα την ίδια έννοια