Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...
Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Got a better definition? Add it!
Τρώω σαβούρα: γλιστράω, πέφτω, γκρεμοτσακίζομαι, τρώω σούπα. Ο μονολεκτικός τύπος είναι σαβουριάζομαι.
(σε χιονοπόλεμο:)
- Πιάστε τον ρε! Ρίχτε του όλοι μαζί!
- Ωχ!!
- Ρε τον μαλάκα, έφαγε σαβούρα!
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified