Άτομο εθισμένο στην κοκαΐνη, κοκαϊνομανής.

Η κοκαΐνη (κόκα, κοκόρι, κοκορέτσι, χιόνι, πάχνη, blow, βράχος) θεωρείται η ντρόγκα του πλουσίου, το ναρκωτικό της καλής κοινωνίας. Εξ ού και οι ονομασίες Κυρία, Λευκή Κυρία, Λαίδη, Μόδα. Την τιμούν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και λοιποί νταβατζήδες, μεγαλοτοκογλύφοι, μεγαλοτζογαδόροι και μεγαλοαλογομούρηδες, αθλητές, μοντέλα, τραγουδιάρες και τραγουδιάρηδες, αρτίστες, πόρνες και πούστηδες πολυτελείας. Όλο το ανφάν γκατέ, η κρεμ ντε λα κρεμ...

Οι πλέον ισχυροί και χλιδάτοι κοκάκηδες είναι τα πλατινένια ρουθούνια. Έχουν επενδύσει εκατομμύρια σ' αυτά τα ρουθούνια, όπως οι κοιλιόδουλοι στο στομάχι τους. Ο δε αστικός μύθος, θέλει τα καμένα απ' τη συνεχή χρήση ρουθούνια, να αντικαθίστανται με μεταλλικά...

Αν τον ρωτήσεις τι παρενέργειες έχει η κόκα και τι νίλα μπορεί κανείς να πάθει απ' αυτήν, θα σου απαντήσει με χαμόγελο και ψιλοειρωνικά: «Τίποτα, απολύτως τίποτα. Μπορείς να παίρνεις όσο βαστάει η τσέπη σου».

Δεν έχει και εντελώς άδικο. Σε σχέση με την πρέζα, η κόκα είναι πολύ πιο light ποτό, ενώ κι η εξάρτηση που προκαλεί δεν είναι σωματική, αλλά μόνο ψυχολογική. Εξ ου και τα ακόλουθα συνθηματικά / σλανγκικά: κοκό ή candy (που παραπέμπει σε λιχουδιά των παιδικών χρόνων), αναψυκτικό ή κοακόλα (σε σχέση με τη ζα, που ανήκει στα βαριά οινοπνευματώδη), σκόνη της ευτυχίας.

Aπό πολλές απόψεις, ο κοκάκιας είναι το άκρως αντίθετο του πρεζάκια. Ανήκει συνήθως στα μεσαία και βάλε οικονομικοκοινωνικά στρώματα, ενώ ο δεύτερος είναι πιο λαϊκό παιδί. Θέλει να τα έχει όλα δικά του, και την πίτα χορτάτη και το σκύλο ολόκληρο, δλδ και να μαστουριάζει και να είναι κοινωνικά ευυπόληπτος, τη στιγμή που τα ζάκια είναι αυτοκαταστροφικά, χαίρονται με το ξεφτιλίκι τους και την παρακμή τους. Διαφέρουν και στο lifestyle: οι κοκάκηδες ψοφάνε για χλιδές, καταναλωτισμό, μπουζούκια, clubs, mainstream και χορευτική μουσική, ενώ τα ζάκια (πριν μπλέξουν) ήταν συνήθως αλτέρνια, αντισυμβατικοί, αντικομφορμιστές κλπ. Επίσης, οι μεν κράζουν ανηλεώς τους δε: οι κοκάκηδες κάνουν λόγο για ψοφίμια, ξέφτιλους, πεθαμένους, κατεστραμμένους, ενώ τα ζάκια (μαζί με τους συμπαθούντες αυτά) αντεπιτίθενται και τους χαρακτηρίζουν εγωιστές, παλιοχαρακτήρες, παρτάκηδες. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό περί στερεοτύπων, που θέλουν τους πρεζάκηδες «καλά παιδιά», ευαίσθητα και ψυχοπονιάρικα, που κύλησαν στην παραμύθα με ευθύνη της πουτάνας της κενωνίας...

Την σήμερον, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου τα στερεότυπα σφυροκοπούνται από παντού, τέτοιου είδους διακρίσεις και διαχωρισμοί μόνο σχετική αξία έχουν. Όλο και περισσότερα ΒουΠου (βουτυρόπαιδα Βορείων προαστείων και μη) αρχίζουν να το παίζουν τοξοτάκια, ενώ και η κόκα έχει προ πολλού ξεφύγει απ' τα στενά όρια του Κολωνακίου και μεταδίδεται ως καλπάζων καρκίνος στους λαϊκούς φτωχομαχαλάδες...

Το πορτρέτο ενός τυπικού κοκάκια.

Είναι σήμερα γύρω στα 35-40. Ανδρώθηκε τη δεκαετία του '90, διαβάζοντας μανιωδώς τα λαϊφσταλάδικα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου. Ονειρευόταν λεφτά, γκόμενες, ταξίδια, σόου-μπίζνες και μπίζνες της νύχτας. Ενίοτε κατάφερε να βάλει κάποια γκαφρά στην άκρη, ώστε να μπορεί να χλιδαμπουριάζει και να το παίζει χαΐστας. Ίσως κονόμησε και στο Χρηματιστήριο το '99. Είναι πάντα πολύ λαρτζ, κιμπάρης και χουβαρντάς, κι ας τη βγάζει με δανειοδάνεια. Οδηγάει ακριβό αυτοκίνητο, ενώ στάνταρ μια-δυο φορές τη βδομάδα έχει κλεισμένο τραπέζι σε κυριλέ μπουζουκάδικο ή mega club της Παραλιακής.

Alex James, former Blur bass player (από allivegp, 20/07/09)αυτό ακριβώς κρατά ο κύριος  (από johnblack, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Είναι και λημματορυχείο: κοκόρι, χιόνη, πάχνη, λευκή κυρία, πλατινένιο ρουθούνι. Μπόλικο πράμα.

#2
allivegp

O Αlex James, πρ. μπασίστας των Blur, έχει κατά δήλωση του ξοδέψει 1,000,000 λίρες στην κόκα. Πρόσφατα, δέχτηκε μια προσωπική πρόσκληση από τον Αντιπρόεδρο της Κολομβιανής κυβέρνησης να μεταβεί στη χώρα και να γνωρίσει από κοντά το δρόμο που ακολουθεί η κόκα για να φτάσει από τη ζούγκλα του Μεντεγίν στα ρουθούνια της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου. Το BBC κάλυψε το οδοιπορικό του, που σημαδεύτηκε από κάθε είδους αθλιότητα, ωμότητα, μάχες μεταξύ στρατού και εμπόρων και τη δολοφονία ενός από τους σωματοφύλακες του. Στο μήδι, ο Alex επιδεικνύει ένα σκονάκι «πάστας», ακατέργαστης δηλ. κόκας. Σήμερα ζει στη φάρμα του στην Κ.Δ. Αγγλία, μακριά από τη δημοσιότητα και την κόκα.

#3
Vrastaman

You rule the sleazy underbelly of Slangistan!

#4
HODJAS

Τα δέοντα άστρα απο την πάρτη μου.
Βλ. και ρεμπέτικα: «Ο κοκαϊνοπότης» & «γιατί φουμάρω κοκαΐνη» και ιστορία Τσιφόρου «στα παιδιά της πιάτσας» με τίτλο «η πρέζα».
Να θυμίσω και το γνωστό με την ξανθιά, που πάει στο ζαχαροπλαστείο να πάρει γλυκά για γενέθλια φίλου της. Ο πωλητής τη ρωτάει:
- Έχουμε εκλαιράκια, τάρτες, φιορεντίνες και κοκάκια, τί θα πάρετε;
- Αχ, κοκάκια, κοκάκια! Που λένε και το φίλο μου!

#5
Ο ΑΛΛΟΣ

Μπράβο! Πολύ καλός.

Ο κοκαϊνοπότης δεν είναι το γιατί φουμάρω κοκαΐνη;

#6
Galadriel

χαχαχαχ Χότζας!

#7
allivegp

Υπάρχει και η αμερικλανιά «(πάω να) πουδράρω τη μύτη μου» (to powder ones' nose) που σημαίνει (πάω να) σνιφάρω κόκα. Η ατάκα ακούγεται και στο Pulp Fiction από την Umma Thurman στη σκηνή με τον John Travolta στο Jack Rabbit's Slims.

#8
electron

0

#9
jesus

μ' αρέσουμε γιατί πατάς «πουδράρω» στο σερτς κ βγαίνει ο κοκάκιας.

το πουδράρω τη μύτη είναι όντως αμερικλανιά, αγγιβε γιατρέ μου, αλλά το πουδράρω τη μύτη απομέσα νομίζω είναι ελληνικότατο.

(κ ναι, ξαναβλέπω το παλπ φίξιον για τρεισχιλιοστή φορά.)

#10
allivegp

Τώρα εγώ σχημάτισα τη notion ότι το «to powder my nose» είναι δόκιμη φράση για να δικαιολογηθεί μια γκόμενα για να πάει στην τουαλέτα, με την πρόφαση δλδ ότι θέλει να βάλει πούδρα στη μύτη της. Μόνο που η Μία Γουάλας εννούσε άλλου είδους πούδρα, βεβαίως-βεβαίως. Ξέρω ΄γω;

#11
jesus

κ μετά γυρίζει στο τραπέζι, φταρνίζεται κ της τραγουδάς τα κάλαντα.