Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει «κάλος», μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βλακός, βλαμμένου, κολλημένου, ἰδιορρύθμου κλπ.

Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται ἀκόμη.

Συντάσσεται μὲ τὸ ρῆμα ἀβέρω, τὸ ὁποῖον περιέργως, ἐκτὸς τῆς λεκτικῆς ὁμοιότητος, ἔχει ὅλες τὶς χρήσεις τοῦ αβέλω τῆς καλιαρντῆς. Ἐν προκειμένῳ, ἀβέρω ντινοάρι σημαίνει ἔχω «κάλο» στὸν ἐγκέφαλο.

_Νὰ ποῦμε καὶ τῆς Λίτσας ρὲ γιὰ σινεμά;
_Ἄσε ρέ, ἀβέρει ντινοάρι τὸ ἄτομο... Θὰ μᾶς τὰ πρήξῃ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Μήπως τα αβέρω και αβέλω προέρχονται έτσι κι αλλιώς από το ιταλικό απαρεμφ. avere που σημαίνει «έχειν»;

#2
Επισκέπτης

Ὡς ἰδέα, καλή. Γιὰ τὰ καλιαρντὰ ὑπάρχει πολὺ μεγάλη πιθανότης νὰ ἀληθεύῃ, διότι ὑπάρχουν ἄφθονες ἄλλες καθαρῶς ἰταλογενεῖς λέξεις. Ἂν βροῦμε καὶ κάποιο στοιχεῖο (πχ ἱστορικό, ἄλλο γλωσσικὸ κλπ) γιὰ τὰ Καστρινά, θὰ ἰσχυροποιηθῇ πολὺ ἡ ἐκδοχή. Ἐκεῖνο ποὺ δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηριχθῇ εἶναι ἡ προέλευσι τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο (ἀβέλω > ἀβέρω ἢ τὸ ἀντίστροφο).

#3
Επισκέπτης

palikaria to ntinoari einai ntenouar einai ontos gianniotiko alla simenei neura me piasan ta nteouaria k espasa olo to magazi monos mou