Σχεδόν από και κλειστικά σε παρελθοντικούς χρόνους και μόνο στη Λευκάδα, δεικνύει άνδρα που τό 'χει χάσει, που δεν στέκει και καλά. Ενδέχεται να συνοδεύεται από το πέρα.

Αυτό το τελευταίο (που δεν έχει πιάσει νιού γιορκ τάιμς στα χέρια του) υποδεικνύει ότι η εξήγηση είναι ότι ο τύπος έχει σαλπάρει γι αλλού και το κόβω είναι όπως στο «κόβω λάσπη», ρήμα κίνησης σημαντικό, και όχι όπως στο κόβω άλυσο.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Ρε, το μάτ' τ' Μάκ' π' γυαλjίζ' τό-ειδες;
    - Τώρα το πήρες χαμπάρ' μωρε; Αυτός έχ' κόψ' πέρα...
    - Μπά γαμώ τον άη Γεράσ'μο...κι ήτανε καλό παιδί.

  2. (στη θέα κάποιου που κάνει ό,τι νά 'ναι)
    - Πάει αυτό, έκοψε.
    ή - Α, είναι κομμένο μπίτ' αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ΠΡΩΤΕΥΣ

Επίσης είναι και ΒουΠουσλανγκ: «Marion, »kopika« sta gelia, mwry malakw, m' ayto po' pessss!»

#2
ΠΡΩΤΕΥΣ

Δηλαδή, η παθητική «κόβομαι»