σπαζαρχίδας, σπαζαρχίδης, σπασαρχίδας redirect to σπασαρχίδης (for which another 2 definitions have been submitted).

Αυτός που σου τη σπάει, αυτός που είναι ενοχλητικός, σπαστικός.

- Σε παρακαλώ, δώσε μου το στυλό.
- Ρε φίλε, λέμε «όχι». Μην μου πρήζεις άλλο τα λαμπούρια. Είσαι απίστευτα σπασαρχίδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

ο σπασαρχίδας μόλις σε βαθμολόγησε...

τεσπα, υπήρχε και ως σπασαρχίδης αλλά δεν είναι λόγος αυτός για Χ, νομίζω.