σπαζαρχίδας, σπαζαρχίδης, σπασαρχίδας redirect here.

Αυτός που σου τη σπάει, αυτός που είναι ενοχλητικός, σπαστικός.

- Σε παρακαλώ, δώσε μου το στυλό.
- Ρε φίλε, λέμε «όχι». Μην μου πρήζεις άλλο τα λαμπούρια. Είσαι απίστευτα σπασαρχίδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες (αλλά και για γυναίκες με τη λέξη «σπασαρχίδω») οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως εκνευριστικοί, σε σημείο να «σπάνε τα αρχίδια» όποιου τους ακούει (εξού και η λέξη).

Καλά, επικοινωνείς; Θα φέρεις και τη σπασαρχίδω τη Μαρία μαζί;;; Ωραία θα περάσουμε!!!

σπάζτης... (από BuBis, 21/09/09)(από xalikoutis, 30/09/09)(από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified