Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.
- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.
3 comments
Hank
Επίρρημα! Χαχχαχαχα! Κωλοφεραντζάδην!
Marco De Sade
...και χωριό στην Κεφαλλονιά: Κωλοφεραντζάτα
iron
χαχα, τροπικό επίρρημα, καλό!