Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Επίρρημα! Χαχχαχαχα! Κωλοφεραντζάδην!

#2
Marco De Sade

...και χωριό στην Κεφαλλονιά: Κωλοφεραντζάτα

#3
iron

χαχα, τροπικό επίρρημα, καλό!