Κεκές είναι ο βραδύγλωσσος. Δημιουργία του όρου από την εγγενή δυσκολία των ανθρώπων αυτών στην εκφορά συνδέσμων και αρχής των λέξεων. Απαξιωτικός χαρακτηρισμός το δίχως άλλο.

- Ρε συ αν πιει κάνα μανιντού ο Χατζηνικολάου θα γίνει κεκές;; Μιλάει τόσο αργά που νομίζεις πως θα κεκεδίσει.

Όλα τα λεφτά ο κεκές στο τέλος των ρεφρέν. (από Khan, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified