Κλέβω, αρπάζω, αφαιρώ κάτι ύπουλα. Στην ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων.

Ωραίο ρολογάκι! Το τσάλεψες από πουθενά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

συνώνυμο του τσουρνεύω/τσουρνέβω