Η μπατσαρία, άμα έβγαινε για παγανιά, έπρεπε ζορ ζορνά να
τσακώσει κανένα κακομοίρη ή να ντουπάρει για να γουστάρει. Μπιζ και
τζαζ. Μια δόση κάνουν οι ρούνες ένα ντου, τσακώνουνε δυο από
μας, μας χώνουνε στο ρουνικό και μας πάνε στο Ηθών για ανάκριση.
ΚουλάΚουλά. –Πιάσανε μαζί μου και την άχαλη, τη φίλη μου την Πόντια, τη
μυταρού. Σούμη, το χαϊδευτικό της απ’ το Σουμέλα. Μας πήγαιναν
συνοδεία κι αυτή έκανε την πλάκα της, η άτιμη. «Μάνα μου, θα γαμούνε
μας και ντο πολλοί πα είναι», πέταξε την παροιμία της. Δεν είχα
ξαναμπεί σε πούλμαν, έχω και κλειστοφοβία. Νόμιζα πως θα τεζάρω.
Ταραγμάν-ταραχάν. Δε ρίξανε καθόλου ντουπ, πέσαμε σε καλά
παιδιά, με τρόπους. Τελειώσανε τα τυπικά, κάνω να φύγω, «ελεύθερος,
αγορίνα» μου λέει ο φρουρός και «πέρνα να μας βλέπεις και μας». Τον
δικέλω, κούκλος, θεόλατσος. Τα φτιάχνω μ’ αυτόν, πολύ τον γουστάριζα,
κόβω και λίγο απ’ την πιάτσα, με τάιζε. Όσο αρρενωπός ήτανε ο μπάτσος
μου, άλλο τόσο παθιασμένος ήταν με την πάρτη μου. Δε λατσευότανε το
κουραβάλιασμα. Βέρος τζιναβωτός ήτανε, μ’ είχε τρελάνει στα
τσιμπούκια, αυτός σε μένα, όχι εγώ σ’ αυτόν. Φιλιά στο στόμα, άγριο
κοντροσόλ με τη γλώσσα σα τριμπουσόν κι από κει τσιμπούκια συνέχεια,
σε σημείο να μπουχτίζεις. Δε γουστάριζε κουραβέλτα. Μέσα στο
περιπολικό τα κάναμε τα αίσχη μας, μας κοίταζε κι ένα μωρό από μια
μικρή φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Τελείωνε την πίπα ο καλός μου και
άβελε κοντροσόλ από πάνω και στο παιδάκι του. Πατέρας,
μικροπαντρεμένος ήτανε. Ποιος ξέρει τι μουσαντά θα μπέναβε στη
γυναίκα του. Ε, δεν κρατάνε πολύ αυτά. Δεν είμαι δα και των δεσμών.
Ούτε και της προστασίας, γιατί δε φοβάμαι. Είμαι πολύ δυνατή. Μας
ζυγώνανε μερικοί και μας κάνανε τον κατελάνο. Ή τον
νταβελάκη. Ε, δε σήκωνα τέτοια. Μια φορά έδειρα κάποιον νταγλαρά
στο Βαρδάρι, ένα κωλόπαιδο, που μ’ έψαχνε με την πρόθεση να με
χτυπήσει ο κατέ. Αδερφή είναι, σου λέει, μαθημένη να τις τρώει. Τώρα
θα δεις ποια ειν’ η αδερφή και ποιος ειν’ ο μάγκας. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010, δες εδώ).