Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.
Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.
Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.
Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.
Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.
Got a better definition? Add it!
2 comments
Επισκέπτης
Μεγάλε έχεις δίκιο! Το "coolέζικα" ακούγεται πιο καλό από το ποταπό "κουλά", οπότε πρέπει να γίνει το σύγχονο must για τον χαρακτηρισμό των καθημερινών παπαρολογιών...
earendil_ath
@cool: ο όρος φαίνεται να ετυμολογείται από το cool, και η ομοιότητα με το κουλά μάλλον είναι (διαβολική;) σύμπτωση!