Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.

Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.

- Με άρχισε σε κάτι «τσιλ» και «σταφ» και «τσεκερά» και κάτι τέτοιες coolέζικες αηδίες και τον έστειλα από 'κει που 'ρθε, τον σάχλα!

Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Μεγάλε έχεις δίκιο! Το "coolέζικα" ακούγεται πιο καλό από το ποταπό "κουλά", οπότε πρέπει να γίνει το σύγχονο must για τον χαρακτηρισμό των καθημερινών παπαρολογιών...

#2
earendil_ath

@cool: ο όρος φαίνεται να ετυμολογείται από το cool, και η ομοιότητα με το κουλά μάλλον είναι (διαβολική;) σύμπτωση!