Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.

Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.

  1. Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.

  2. Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
allivegp

Aφού τό 'χεις με τα αρβανίτικα, μήπως μπορείς να μας πεις τί σημαίνουν τα ναυτικά παραγγέλματα: ε για μόλα και ε για λέσα;

#2
tryager

Τα λούμπα,λίμπα και το λιμπί (πέτρινο δοχείο ελαιοτριβείου, σχετικά μικρός φυσικός λάκος με νερό) έχουν απότερη καταγωγή από την αρχαιότητα (=λέμβος) μεσο ιταλο-αλβανίας βέβαια.. Μπάμπης speaking..

#3
allivegp

Και το ε για μόλα, προέρχεται από την αίγα<αιγιαλό. Πορτοκάλος speaking.