Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.
Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.
Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.
Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.
Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.
Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.
Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.
Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.
Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.
Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν γνωρίζω, ομολογώ, την ετυμολογία, αλλά σημαίνει το αδιέξοδο, την κακοτοπιά, την απροσδόκητα δυσάρεστη έκβαση των πραγμάτων.
Σχεδόν πάντα συντάσσεται με το «Πέσαμε σε» και σπανιότερα με το «Πω πω».
- Καλά, ρε συ, ούτε ένα καρό δεν έχεις;
- Άσε, μεγάλε, πέσαμε σε λούμπα!
- Πήγαμε να τους μαδήσουμε και μας πήραν τα σώβρακα!
- Χα, χα! Πέσατε σε λούμπα!
- Την πάω με τα πολλά στο σπίτι και πώς πάω να βάλω το χέρι μου, πιάνω κάτι σαν π... Άσε, τρελάθηκα, μαλάκα.
- Ω, ρε λούμπα! Άλλη φορά να προσέχεις με «ποιες» κάνεις παρέα!
Σύμφωνα με Τριανταφυλλίδη (και Μπαμπινιώτη, και Μπαμπινιώτη...), από το αλβανικό luba (λάκκος).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά προέρχεται από το λουμπίνα, που, όπως παρατηρεί ο Αἷας, μάλλον προέρχεται από το κολομπίνα / κωλομπίνα (=περιστέρι και η κολομπίνα της Αποκριάς). Σημαίνει, επομένως, τον κίναιδο.
Λούμπα γλίτσας κουελοσφαλάει στοά...καγκελοκερικεντέ και Lucky Strike.... (Από μπουρδελοσάη).
Got a better definition? Add it!