κλάνω / κλασμένος: Αγνοώ κάτι, δεν δίνω σημασία.
Κλασμένος είναι αυτός που τον αγνοούν όλοι, που δεν τον υπολογίζουν. Συνώνυμο του χεσμένος.
- Ρε παιδιά, μιλάω, μη με κλάνετε...
- Της στέλνω αναπάντητες κάθε τόσο αλλά αυτή τίποτα. Κλασμένο με έχει.
1 comment
linc751979
ο ορισμός αυτός έχει ανέβει στις 08/09/06 απο τον foobaras
πριν ανεβάζεις κάτι κάνε ενα search στον ορισμό.
το ζητούμενο είναι να εμπλουτιστεί το περιεχόμενο του site και οχι να ανεβάσουμε τα στατιστικά μας.