Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified