Είναι τα υγρά που δεν έχουν καθαριστεί από τα γεννητικά όργανα ενός αρσενικού ή ενός θηλυκού.
- Έλα μωρό μου, γλείψτο μου ...ααααχχχχ ναι ...
- Μπλιαχ ...πήγαινε κάνε κανένα μπάνιο, βρωμάς τυρόγαλο.
Είναι τα υγρά που δεν έχουν καθαριστεί από τα γεννητικά όργανα ενός αρσενικού ή ενός θηλυκού.
- Έλα μωρό μου, γλείψτο μου ...ααααχχχχ ναι ...
- Μπλιαχ ...πήγαινε κάνε κανένα μπάνιο, βρωμάς τυρόγαλο.
Σχετικά λήμματα: τυρί, το, τυροβρωμίκουλας, ούρδα, η, ουρδεσάνς, η, πουτσίλα, η, μουνίλα, η
Got a better definition? Add it!
Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.
Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.
Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;
Got a better definition? Add it!
Ορισμός που χρησιμοποιείται από κατοίκους μεγάλων πόλεων για να περιγράψει τους βλάχους συγγενείς τους ή μη, οι οποίοι συνήθως μυρίζουν τυρόγαλο και γίδα και κόβουν όλα τα φωνήεντα.
- Ο Λάμπης, το τυρόγαλο, περιμένει να ανοίξουν ξανά οι σχολές για να γυρίσει στην Αθήνα, έχει πάει στο χωριό του στη Λάρισα και δεν λέει να ξεκουνήσει.
Got a better definition? Add it!