Είναι τα υγρά που δεν έχουν καθαριστεί από τα γεννητικά όργανα ενός αρσενικού ή ενός θηλυκού.

- Έλα μωρό μου, γλείψτο μου ...ααααχχχχ ναι ...
- Μπλιαχ ...πήγαινε κάνε κανένα μπάνιο, βρωμάς τυρόγαλο.

(από Vrastaman, 19/02/09)

Σχετικά λήμματα: τυρί, το, τυροβρωμίκουλας, ούρδα, η, ουρδεσάνς, η, πουτσίλα, η, μουνίλα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που χρησιμοποιείται από κατοίκους μεγάλων πόλεων για να περιγράψει τους βλάχους συγγενείς τους ή μη, οι οποίοι συνήθως μυρίζουν τυρόγαλο και γίδα και κόβουν όλα τα φωνήεντα.

- Ο Λάμπης, το τυρόγαλο, περιμένει να ανοίξουν ξανά οι σχολές για να γυρίσει στην Αθήνα, έχει πάει στο χωριό του στη Λάρισα και δεν λέει να ξεκουνήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified