Συνουσία.
Ρήμα: φιστικώνω.
Συνώνυμο: Της ξηγήθηκα αλμυρό φιστίκι!
Ωραία κοπέλα αυτή, προβλέπω να πέσει τρελό φιστίκωμα!
Συνουσία.
Ρήμα: φιστικώνω.
Συνώνυμο: Της ξηγήθηκα αλμυρό φιστίκι!
Ωραία κοπέλα αυτή, προβλέπω να πέσει τρελό φιστίκωμα!
Got a better definition? Add it!
0 comments