Συνουσία.
Ρήμα: φιστικώνω.
Συνώνυμο: Της ξηγήθηκα αλμυρό φιστίκι!

Ωραία κοπέλα αυτή, προβλέπω να πέσει τρελό φιστίκωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified