Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Ονόματα που παίζουν πολύ είναι τα:
Τατιάνα Μούνοβα, Σβετλάνα Χότοβα, Σβετλάνα Σεξιμπίτσοβα.

Επίσης, από τα ανέκδοτα, η Ρωσίδα μανάβισσα Ταμήλα Παζάρευα, και η Ρωσίδα τραβεστί (προς τρανσέξουαλ) Ταρχίδια Μουνάκοβα.

#2
jesus

κ ο γιαπωνέζος τρανσέξουαλ Νάμουνα Μουνάκι.
κακή πληγή άνοιξες...ο ρουμάνος ορθοπεδικός Κάκοσι Μινίσκου...

#3
Hank

Συμπλήρωση: Τατιάνα Νταρντάνοβα.

#4
mariahomorfi

Κάκοσι Μινίσκου
Νάμουνα Μουνάκι
((Υ))

#5
cristoval

Maria de la Partona Kekouna Tonores

#6
baznr

Και η Γιαπωνέζα Ναμουνάκι Γιαγαμίσι.