Ας μου επιτραπεί να απαντήσω εγώ διότι ο moutsino έχει να εμφανισθεί από τότε που ανέβασε αυτό το λήμμα το 2006.
Είναι τα μα-ΣΑ-λια, ο τόνος στην παραλήγουσα. Είναι όντως λέξη Βορειοελλαδίτικη και συγκεκριμένα Χαλκιδικιώτικη/Επανομίτικη. Είναι όντως ιστορίες, έτσι κουβέντα να γίνεται, αλλά βαθμιαία έχει καταλήξει να σημαίνει και ψέματα, υπερβολές.
Το σκέφτηκα να ανεβάσω άλλο ορισμό αλλά αν αρχίσουμε τις ντοπιολαλιές και τα χουργιάτκα δεν θα τελειώσουμε ποτέ.
όντως, γενικά χρειάζεται και λίγο ρέγουλο... αν κατεβάσει κανείς όλο τον καββαδία κ τον τσιφόρο στο σλανγκ τζιάρ, θα γεμίσει ο τόπος με ήδη καταγεγραμμένες λέξεις κ φράσεις, και φαντάζομαι δεν είναι αυτό το νόημα του σάιτ.
Στην Κρήτη υπάρχει μια έκφραση για τα κουτσομπολιά «σουχλιά και νταραντά». Οι σουχλίστρες γυναίκες είναι οι χωριογύρες που κουτσομπολεύουν και βάζουν τσίτες (σουχλίζουν), και προκαλούν ηθελημένα ή αθέλητα ανακατωσούρες (νταραντά) στο χωριό. Θα ψάξω ετυμολογία, ψάξτε κι εσείς άμα θέλετε.
10 comments
jesus
ο τόνος πού μπαίνει;;;μάλλον μασαλιά φαντάζομαι. κ ουδέτερο στον πληθυντικό υποθέτω.
poniroskylo
Ας μου επιτραπεί να απαντήσω εγώ διότι ο moutsino έχει να εμφανισθεί από τότε που ανέβασε αυτό το λήμμα το 2006.
Είναι τα μα-ΣΑ-λια, ο τόνος στην παραλήγουσα. Είναι όντως λέξη Βορειοελλαδίτικη και συγκεκριμένα Χαλκιδικιώτικη/Επανομίτικη. Είναι όντως ιστορίες, έτσι κουβέντα να γίνεται, αλλά βαθμιαία έχει καταλήξει να σημαίνει και ψέματα, υπερβολές.
Το σκέφτηκα να ανεβάσω άλλο ορισμό αλλά αν αρχίσουμε τις ντοπιολαλιές και τα χουργιάτκα δεν θα τελειώσουμε ποτέ.
jesus
όντως, γενικά χρειάζεται και λίγο ρέγουλο... αν κατεβάσει κανείς όλο τον καββαδία κ τον τσιφόρο στο σλανγκ τζιάρ, θα γεμίσει ο τόπος με ήδη καταγεγραμμένες λέξεις κ φράσεις, και φαντάζομαι δεν είναι αυτό το νόημα του σάιτ.
sarant
Και στον ενικό: μασάλι. Παραμύθι και με την κυριολεκτική σημασία και με τη μεταφορική.
Δάνειο από τα τούρκικα (masal), που το πήραν από τα αραβικά. Και στα εβραϊκά της Βίβλου.
HODJAS
Το έχω ακούσει και ως «μασλάτια».
xalikoutis
Στην Κρήτη υπάρχει μια έκφραση για τα κουτσομπολιά «σουχλιά και νταραντά». Οι σουχλίστρες γυναίκες είναι οι χωριογύρες που κουτσομπολεύουν και βάζουν τσίτες (σουχλίζουν), και προκαλούν ηθελημένα ή αθέλητα ανακατωσούρες (νταραντά) στο χωριό. Θα ψάξω ετυμολογία, ψάξτε κι εσείς άμα θέλετε.
HODJAS
Δεν έχει καμιά σχέση με το ντουρουντά (βλ. Ντουρουντάκης);
dryhammer
Η γιαγιά μου (πρόσφυγια) κι οι θειές μου, οι κόρες της, μασάλι λέγανε το τραπεζομάντηλο. Πόθεν έλκει την καταγωγή θα σας γελάσω...
soulto
Το μασάλι /τα μασάλια το λένε και στη Δράμα με την έννοια ιστορίες για αγρίους.
soulto
Υπάρχει και το μάσαλα, μασαλλά (maşallah)= επιφώνημα θαυμασμού / αποτροπή βασκανίας (εύγε! / να μή βασκαθείς!).