Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
acg

Οπως και να το κανουμε, εχει μια αλλη αιγλη απο το κοινο μουνοσκυλο. Ευγε νεε μου!

#2
Hank

Ναι, θυμίζει κυνική φιλοσοφία και κυνισμό. Αιδοιοκυνισμός !

#3
ΛυσίζωνΛαισποδίας

Μονο που στην ονομαστική είναι ο αιδοιοκυν. και στη γενική είναι του αιδοιοκυνός.
Αιδοιόκυνος ειναι τερατογέννεση.