Άτομο που τη βλέπει κάτι και το παριστάνει. Παράδειγμα οι ψευτομεταλάδες που νομίζουν ότι είναι μεταλάδες επειδή έχουν μακριά μαλλιά, η οι ψευτοΕΜΟ που νομίζουν ότι είναι ΕΜΟ επειδή χαρακώνονται. Συνήθως όταν τους κοροϊδεύεις επειδή είσαι αυτό που αυτοί νομίζουν ότι είναι, σχολιάζουν άκυρα πράγματα της εμφάνισής σου που δεν έχουν σχέση με το τι είσαι.

- Που σαι ρε ποζερι;
- Καλά εσύ τι είσαι τελικά, ράπερ που φοράς φαρδιά και το παίζεις μεταλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως από αρβανίτες και ειδικότερα από τους αρβανίτες της Κούλουρης ως υποκοριστικό, συνήθως με το μω -που προέρχεται από το μωρέ- να προηγείται.

- Που σε μω μανάρι;
- Να, εδώ μωρέ.

(από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified